Τρίτη 28 Ιανουαρίου 2014

Για μια Εθνική πολιτική βιβλίου και βιβλιοθηκών (μερικές πρώτες σκέψεις και ως συμβολή στις συζητήσεις που έχει ξεκινήσει ο Σύριζα)


Έγραψα τις προάλλες, με αφορμή τη μέρα θανάτου του Λένιν, για τη σχέση του με το βιβλίο, με την ανάγνωση και με τις βιβλιοθήκες. Η σχέση του ήταν βαθειά, συστηματική και διαρκής. Ο Ρώσος ηγέτης παρακολουθούσε τη διεθνή βιβλιογραφία, αναζητούσε τα βιβλία, εφημερίδες και περιοδικά που τον ενδιέφεραν και επισκεπτόταν τις ευρωπαϊκές βιβλιοθήκες προκειμένου να μελετήσει τα θέματά του. Και ένα από τα πρώτα πράγματα που έκανε με την Επανάσταση του Οχτώβρη, ήταν η υποστήριξη πολιτικής βιβλίου και βιβλιοθηκών, για την αναδιοργάνωση των βιβλιοθηκών στη Ρωσία, την ίδρυση κεντρικού συστήματος βιβλιοθηκών και για την εισαγωγή του Ελβετο-αμερικάνικου συστήματος σύμφωνα με τις πρακτικές που εφαρμόζονταν στις Ηνωμένες Πολιτείες και στην Ελβετία. Ενώ, ήδη το Νοέμβριο 1917, διετύπωσε τους στόχους της Δημόσιας Βιβλιοθήκης στην Πετρούπολη που δεν υπολείπονται από τους στόχους που σήμερα θα πρέπει να βάζουν οι αντίστοιχες βιβλιοθήκες.

Η παράδοση αυτή συνεχίστηκε και τα επόμενα χρόνια. Μάλιστα, βιβλίο του 1970 για τις υπηρεσίες παράδοσης βιβλίων στο σπίτι από δανειστικές βιβλιοθήκες στην Ευρώπη και στην Αμερική και που ξεκίνησαν το 1918 στην Ολλανδία, αναφέρεται σε ρώσικο περιοδικό του 1937 που κάνει λόγο ότι η αποστολή βιβλίων με το ταχυδρομείο είναι πρόσθετη υπηρεσία που παρέχεται στους Ρώσους αναγνώστες, οι οποίοι μπορούν να τηλεφωνούν ή να αποστέλλουν με το ταχυδρομείο το αίτημα τους στη βιβλιοθήκη, επιβαρυνόμενοι με το κόστος αποστολής. Πρέπει να προσθέσω επίσης ότι στο ίδιο βιβλίο αναφέρεται ότι οι δανειστικές υπηρεσίες της Βρετανικής Βιβλιοθήκης ξεκίνησαν το 1740, ενώ το 1765 δημιουργήθηκε η πρώτη αμερικάνικη δανειστική βιβλιοθήκη στη Βοστώνη. Οι συνδρομητικές βιβλιοθήκες εμφανίστηκαν το 19ο αιώνα οι οποίες παρείχαν υπηρεσίες απομακρυσμένης παράδοσης, ενώ το 1926 οι 37 από τις 44 ακαδημαϊκές βιβλιοθήκες των ΗΠΑ παρείχαν αντίστοιχες υπηρεσίες. (Πηγή: Jordan, Robert Thayer, Tomorrow's Library: Direct Access and Delivery. New York: Bowker, 1970).

Έγραφα αλλού για τον Μάριο Βίττι και τη σχέση του συγγραφέα με τον αναγνώστη. Έλεγε σε μια συνέντευξή του το 1988 ο Μάριο Βίτι ότι συγγραφέας και αναγνώστης "επιζητούν μια αλληλεγγύη για το ίδιο αντικείμενο αγάπης". 

Η γνωστή Αμερικανίδα συγγραφέας Τόνυ Μόρρισον είχε δηλώσει σε συνέντευξή της το 1998 στο περιοδικό Vibe αναφερόμενη στη στάση ανδρών και γυναικών απέναντι στα βιβλία και την ανάγνωση: «… λέγανε κάποτε στις γυναίκες: “μην το διαβάζεις αυτό το πράγμα, θα σου βάλει ιδέες”…»

Αυτό το τελευταίο δένει με τα προηγούμενα και δένει πολύ καλά με την αντίληψη που έχω για το βιβλίο και για τους φορείς που το στηρίζουν και το υποστηρίζουν. Το βιβλίο βάζει ιδέες! Άραγε, γι’ αυτό δεν έχει υποστηριχθεί όσο πρέπει στον τόπο μας; Κάποιοι φοβούνται τις ιδέες; Ή μήπως, δεν εκτιμούν αυτό ακριβώς το πράγμα; Σε κάθε περίπτωση, η κατάσταση που έχει προκύψει εδώ και πάνω από ένα χρόνο με το ΕΚΕΒΙ, που το καταργεί ο ένας Υπουργός χωρίς άλλη συζήτηση (στην κυριολεξία, έτσι … χωρίς πρόγραμμα), για να υποσχεθεί ο επόμενος ότι δεν θα το καταργήσει (πάλι έτσι … χωρίς πρόγραμμα), για να το στείλει τελικά ο ίδιος σε έναν άλλο προβληματικό οργανισμό, στην ουσία καταργώντας το, αυτό που δείχνει τελικά είναι ότι υπάρχει πρόγραμμα και αυτό είναι ότι δεν ενδιαφέρει να έχουμε διακριτές δράσεις «που βάζουν ιδέες!».

Κι ένας τέτοιος θεσμός είναι το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου. Δεν εξετάζω εδώ τα λάθη και τις αδυναμίες και τα τυχόν μικρά ή μεγάλα ατοπήματα, εξάλλου, όπως είχα γράψει και παλιότερα, δεν γίνεται ν’ ακολουθούμε «πονάει δόντι, κόψει κεφάλι», ας τα διορθώσουν (π.χ. εδώ  και εδώ). 

Το ΕΚΕΒΙ είναι ένας προοδευτικός, ένας δημοκρατικός θεσμός, ξεχωριστός για τη χώρα μας, που μπορεί να παίζει ένα ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στην πνευματική παραγωγή και εν τέλει στη διαμόρφωση κουλτούρας με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει ως έννοια και ως πρακτική στην καθημερινή ζωή κάθε ανθρώπου. Ξεφυλλίζω μια σειρά τευχιδίων που είχε εκδώσει το ΕΚΕΒΙ γύρω στο 1998 με τίτλο «φιλόβιβλον», καθένα από τα οποία περιέχουν αποσπάσματα κειμένων σχετικών με τα βιβλία και την ανάγνωση, γραμμένα από γνωστούς ξένους συγγραφείς. Την επιλογή και τη μετάφραση έχει κάνει ο Θανάσης Γιαλκέτσης. Ξεφυλλίζω μια άλλη σειρά τευχιδίων του ΕΚΕΒΙ με τις εισηγήσεις από το Συμπόσιο που οργάνωσε μαζί με το Τμήμα ΜΜΕ του Παντείου Πανεπιστημίου τον Μάιο 1998 με τίτλο «Βιβλίο και μέσα μαζικής επικοινωνίας».
 
Για το ΕΚΕΒΙ, η γνώμη μου είναι ότι πρέπει να υπάρχει ως ξεχωριστός φορέας βιβλίου, και όχι να μεταφερθεί σε άλλον. Εξάλλου, με τη συγχώνευσή του δεν αντιμετωπίζει κανένα πρόβλημα από αυτά που μερικές φορές επικαλούνται για να δικαιολογήσουν την απαξίωσή του. Όπως μάλιστα έγραψα σε σχόλιο στη δημόσια διαβούλευση για το σχετικό άρθρο 9 στο νομοσχέδιο που καταργεί φορείς αδιακρίτως ρόλων, σημασίας, έργου, ανθρώπων κτλ.: «Το κύριο ζήτημα στο σχετικό άρθρο είναι η αναφορά κατάργησης του ίδιου του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου και δευτερευόντως η μεταφορά διαφόρων αρμοδιοτήτων, οι οποίες εξάλλου δεν αναφέρονται αναλυτικά. Όταν ορίζεται ότι μεταφέρονται διάφορες οικονομικές, δικονομικές και άλλες σχετικές εκκρεμότητες (χωρίς να λησμονείται το χαράτσι), δεν υπάρχει ιδιαίτερη αναφορά στο ίδιο το αντικείμενο του ΕΚΕΒΙ, δηλαδή στο βιβλίο και ούτε στους εργαζόμενους που απασχολούνται μέχρι τώρα. Τι θα γίνει με τους εργαζόμενους στο ΕΚΕΒΙ; Υπάρχει πολιτική βιβλίου; Όταν αναφέρεται ότι «οι μεταφερόμενες αρμοδιότητες κατανέμονται μεταξύ των υφιστάμενων οργανικών μονάδων του φορέα υποδοχής», δεν διασφαλίζεται ότι υπάρχουν διακριτές λειτουργίες σχετικές με τον φορέα του βιβλίου. Ποια θα είναι η τύχη της Biblionet; Και ξανά, οι εργαζόμενοι στο αντικείμενο του βιβλίου έχουν συγκεκριμένο αντικείμενο και ειδικότητα. Ποια θα είναι η τύχη τους;»
Υπάρχει και η συζήτηση για την ενιαία τιμή βιβλίου, όπου η Κυβέρνηση, μέσω άλλου Υπουργού τώρα, θέλει να καταργήσει την ενιαία τιμή βιβλίου, ευνοώντας έτσι τις μεγάλες αλυσίδες και αδιαφορώντας τόσο για τους μικρούς βιβλιοπώλες (κύρια στη συνοικία και στην περιφέρεια) όσο και για τους πολίτες, ως «καταναλωτές, ως υπαρκτούς ή δυνητικούς αγοραστές βιβλίων. 
Και ενώ οι περισσότεροι εκδότες έχουν εναντιωθεί στο ενδεχόμενο αυτό, μου είναι εξαιρετικά περίεργο και μου γεννά αρνητικές εντυπώσεις η πολεμική εκ μέρους συγκεκριμένου ιδιοκτήτη γνωστού ιστορικού βιβλιοπωλείου της Αθήνας (που σαν φοιτήτρια στη δεκαετία του ’70 το υπογειάκι στα Εξάρχεια ήταν η κύρια πηγή τροφοδότησής μου με πολιτικά και όχι μόνο βιβλία!). Αν και αυτά που καταγγέλλονται κι εδώ είναι σοβαρά, αυτό δεν σημαίνει ότι, για άλλη μια φορά, πρέπει να ξεριζώσουμε μια θετική ρύθμιση (κι εδώ μάλιστα, επίσης … με πρόγραμμα!). ¨Ετσι σχολίασα με αφορμή τη δημοσίευση του σχετικού αντίλογου: «Φοβάμαι ότι ο αντίλογος εξυπηρετεί ίδιους σκοπούς με αυτούς που επικαλείται για τους υπόλοιπους. Και φυσικά δεν απαντάει επί της ουσίας τι γίνεται με τα μικρά βιβλιοπωλεία (που, καλώς κάνουν και ξεφυτρώνουν εδώ κι εκεί) και ούτε με τους αναγνώστες, με τους βιβλιόφιλους ή με τους δυνητικούς βιβλιόφιλους τέλος πάντων. Γιατί δεν τα βρίσκουν μεταξύ τους οι εκδότες και βιβλιοπώλες, ώστε να μην υπάρχει αυτός ο ανταγωνισμός; Μήπως ο αντίλογος γίνεται για να γίνεται; Αυτή τη στιγμή, πάρα πολύ συχνά, πάμε στα διάφορα βιβλιοπωλεία, βλέπουμε, δεν αγοράζουμε αλλά πάμε σε ένα από εκείνα τα βιβλιοπωλεία που ξέρουμε ότι έχουν χαμηλότερη τιμή (για τα προ των δύο ετών βέβαια, προφανώς ο αντιλέγων θα ήθελε να μπορεί να έχει έκπτωση και στα νέα βιβλία). Για μας τους "πελάτες" εξυπηρετεί η ενιαία τιμή και ας βρουν το θεσμικό και δεοντολογικό πλαίσιο για ένα υγιή ανταγωνισμό, γιατί όντως αυτά που αναφέρονται είναι σοβαρά και σε σημεία μου θυμίζουν  το περίφημο "το νόμιμο είναι και ηθικό"!!!»

 Μετά από τα παραπάνω, νομίζω ότι χρειάζεται να διατυπωθεί μια πολιτική βιβλίου συγκεκριμένη, δηλαδή τι λέμε και τι κάνουμε για το βιβλίο. Δεν έχω μάλιστα πρόβλημα να την ονομάσω Εθνική Πολιτική Βιβλίου η οποία θα υλοποιεί μια Εθνική Στρατηγική για την Παιδεία και τον Πολιτισμό (όσο και αν αυτό από κάποιους μπορεί να χαρακτηριστεί υπερφίαλο, μη ρεαλιστικό κτλ.). Ξεκινάμε με αφετηρία ότι αντιμετωπίζουμε / εξετάζουμε το βιβλίο από διάφορες πλευρές, οι οποίες έχουν ή δεν έχουν σχέση μεταξύ τους, ανάλογα με τον τομέα δράσης και ανάλογα με τα εμπλεκόμενα μέρη. Έτσι, έχουμε το βιβλίο ως πνευματικό αγαθό και το βιβλίο ως εμπόρευμα. Κι έχουμε τους εκδότες που ενδιαφέρονται πρώτιστα για το βιβλίο ως εμπόρευμα (και όχι μόνο βέβαια, αλλά η διάκριση αυτή χρειάζεται αρχικά για λόγους ταξινόμησης), έχουμε τους συγγραφείς και λοιπούς πνευματικούς παραγωγούς (μεταφραστές, επιμελητές κτλ) οι οποίοι ενδιαφέρονται και για τις δύο επόψεις και έχουμε τέλος τις βιβλιοθήκες, τα σχολεία και την κοινωνία / όλους τους ανθρώπους που ενδιαφέρονται για το βιβλίο ως πνευματικό αγαθό (κι εδώ βέβαια ισχύει το ίδιο όπως με τους εκδότες). Κι έχουμε για το ίδιο το βιβλίο, ως έννοια και ως δημιούργημα, τις διάφορες εκφάνσεις μορφής, χρήσης, λειτουργίας κτλ. Σε κάθε μια από τις παραπάνω περιπτώσεις, χρειάζεται να διατυπωθεί συγκεκριμένη πολιτική, με αρχές και κανόνες, όπου θα λαμβάνονται υπόψη οι τοπικές ανάγκες και δυνατότητες μαζί με τις διεθνείς εμπειρίες και εξελίξεις.
Η εθνική πολιτική βιβλίου δεν είναι το ΕΚΕΒΙ, ή μάλλον δεν είναι μόνο το ΕΚΕΒΙ. Το ΕΚΕΒΙ όμως υλοποιεί στο μεγαλύτερο μέρος την πολιτική βιβλίου ή συντονίζει τις πολιτικές και τις δράσεις που σχετίζονται με αυτό. Και στο πλαίσιο αυτό, το ΕΚΕΒΙ οφείλει να συνεργάζεται με φορείς (δεν είμαι σίγουρη αν η μέχρι τώρα τυπική συμμετοχή εκπροσώπων φορέων έχει συμβάλει στο έργο τους ή αν επέτρεψαν οι κυβερνητικές παρεμβάσεις να έχουν συμβολή, για αυτό οι ίδιοι θα πρέπει να τοποθετηθούν ανοιχτά), όπως οι φορείς των παραπάνω κύριων εμπλεκόμενων μερών (εκδότες, βιβλιοθήκες, συγγραφείς, εκπαιδευτικά ιδρύματα κτλ.), αλλά και η Εθνική Βιβλιοθήκη, το Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης, οι φορείς διαχείρισης δικαιωμάτων (π.χ. ΟΣΔΕΛ) κτλ.

Στο σημείο αυτό, δεν θα εξειδικεύσω τι σημαίνει καθένα από τα παραπάνω στοιχεία. Θα προχωρήσω παραπέρα, στο ζήτημα των βιβλιοθηκών. Και για τις βιβλιοθήκες χρειάζεται – επιτέλους – Εθνική Πολιτική Βιβλιοθηκών. Δεν είμαστε στην αρχή, έχουν διατυπωθεί κατά καιρούς προτάσεις, έχουν γίνει ενέργειες, έχουν γίνει αρκετά πράγματα τα προηγούμενα χρόνια – ιδιαίτερα στις ακαδημαϊκές βιβλιοθήκες αλλά και σε αρκετές δημόσιες και ειδικές κ.ά., κυρίως με τη συνδρομή των κονδυλίων από ευρωπαϊκά προγράμματα. Υπάρχουν πολλά προβλήματα και είναι πολύ σημαντικό να πούμε ότι σήμερα, εξ αιτίας της οικονομικής κρίσης συνολικά αλλά και εξ αιτίας των πολιτικών που εφαρμόζονται και των αντιλήψεων που υπάρχουν, οι βιβλιοθήκες και οι άνθρωποι που τις λειτουργούν όχι απλά δεν αποτελούν προτεραιότητα, μάλλον δεν ενδιαφέρουν. Έτσι, διώχνεται προσωπικό, κόβονται συνδρομές, υπηρεσίες και συστήματα που είχαν δημιουργηθεί από ανθρώπους με πολύ μεράκι, αγάπη και γνώση (πολύ σημαντική παράμετρος το διανοητικό κεφάλαιο που περικλείεται στις δράσεις αυτές) καταδικάζονται στην απαξίωση, στην αδράνεια, στη «διαθεσιμότητα» (νιώθω ότι αυτή τη λέξη βρήκαν για να αποδώσουν το αγγλικό obsolescence!), δηλαδή στην αχρήστευση. Αρκεί να ανατρέξει κανείς στον ιστότοπο της Βιβλιοθήκης του Πανεπιστημίου Κρήτης ή του Αριστοτέλειου Θεσσαλονίκης για να πάρει μια εικόνα του τι έχει γίνει.
Πάντως, η Εθνική Πολιτική Βιβλιοθηκών χρειάζεται και γενικά και για τους παραπάνω λόγους να διατυπωθεί από την αρχή. Η Πολιτική αυτή πρέπει να πάρει υπόψη της όλες τις κατηγορίες βιβλιοθηκών, τα ζητήματα εκπαίδευσης του προσωπικού τους, αλλά και εκπαίδευσης των πολιτών ως χρηστών τους (με ιδιαίτερη βαρύτητα στις μικρές ηλικίες αλλά και στο χώρο της εκπαίδευσης και της έρευνας). Ένα ιδιαίτερο χαρακτηριστικό είναι ότι δεν αφορά ένα συγκεκριμένο υπουργείο και γι’ αυτό η παρακολούθηση της υλοποίησής της δεν μπορεί να ενταχθεί κάτω από τη μία ή την άλλη Διεύθυνση Γραμμάτων οποιουδήποτε Υπουργείου. 

Χρειάζεται να οριστεί ο ρόλος των κεντρικών θεσμικών φορέων όπως είναι η Εθνική Βιβλιοθήκη (ο όρος Νέα Εθνική Βιβλιοθήκη δεν μου αρέσει, να θυμίσω εξάλλου ότι είχε ξαναγίνει μια τέτοια προσπάθεια, έτυχε να είμαι μέλος εκείνης της – άμισθης – ομάδας με μέλη και γνωστούς συγγραφείς, όμως δεν θυμάμαι να έγινε κάτι στη συνέχεια). Η γνώμη μου είναι ότι η Εθνική Βιβλιοθήκη χρειάζεται καταρχάς να παίζει το ρόλο της ως Εθνική Βιβλιοθήκη. Οι εξαγγελίες περί της μεγάλης Δημόσιας Βιβλιοθήκης στην Αθήνα δεν μπορώ να καταλάβω σε τι θα συμβάλει, όταν ως πολίτης, χρήστης βιβλιοθηκών ή πολύ περισσότερο δυνητικός χρήστης (με δεδομένο το χαμηλό ποσοστό χρήσης των βιβλιοθηκών στη χώρα μας αλλά και γενικότερα το χαμηλό ποσοστό ανάγνωσης βιβλίων), θέλω να έχω τη βιβλιοθήκη με ρόλο δημόσιας στη γειτονιά μου (κι εδώ δεν θα συμφωνήσω με το Γ. Τροχόπουλο που υποστήριξε σε κάποια συνέντευξή του περίπου ότι δεν πειράζει αν κλείσουν κάποιες δημοτικές βιβλιοθήκες, για μένα πειράζει και χρειάζεται και αυτό να συζητηθεί).
Υπάρχει επίσης το ζήτημα της υποστήριξης των βιβλιοθηκών από τους χορηγούς, κύρια από το Ίδρυμα Σταύρου Νιάρχου, που έχει αναλάβει έναν αριθμό δημόσιων και δημοτικών βιβλιοθηκών, καθώς και την Εθνική Βιβλιοθήκη. Δεν θα εκθέσω τώρα πλήρη άποψη για το θέμα, εξάλλου, προσωπικά και σε θεωρητικό επίπεδο κατ’ αρχήν, δεν έχω πλήρη αντίθεση στη συμβολή των ιδρυμάτων αυτών (να σημειώσω ότι επίσης τα Ιδρύματα Λάτση και Ωνάση έχουν αναλάβει σχετικές δράσεις, διατηρώντας όμως χαμηλότερους τόνους προβολής). Νομίζω όμως ότι χρειάζεται να αποσαφηνιστεί ο ρόλος των δύο μερών, να είναι διακριτός ο ρόλος της Πολιτείας και των θεσμικών φορέων της και βέβαια οι δράσεις να ανταποκρίνονται στο ρόλο των βιβλιοθηκών στη σημερινή εποχή, όπως ορίζονται από τον ίδιο το χώρο των βιβλιοθηκών και σε συνεργασία με τις κοινότητες των ανθρώπων στους οποίους απευθύνονται. 

Τελειώνοντας προς το παρόν, χωρίς να κλείνω το θέμα, θα ήθελα να σημειώσω ότι δεν είμαστε στην αρχή. Υπάρχουν βιβλιοθήκες στην Ελλάδα και υπάρχουν δανειστικές βιβλιοθήκες στην Ελλάδα (γιατί έχει ακουστεί και αυτό) και υπάρχει ένα σημαντικό ανθρώπινο κεφάλαιο (για να χρησιμοποιήσω … όρους οικονομικούς, αλλά που εγώ τους δίνω γενικότερη σημασία) που τις λειτουργεί (αρκεί να του δίνεται η δυνατότητα αυτή). 
Η Εθνική Πολιτική Βιβλιοθηκών δεν είναι ίδια με την Εθνική Πολιτική Βιβλίου, έχουν συνάφειες, όπως και την Εθνική Πολιτική για την Έρευνα και για την Παιδεία και για τον Πολιτισμό και κάθε μια πρέπει να παίρνει υπόψη της στοιχεία από τις άλλες. Έτσι, για να δέσω το θέμα και με το ΕΚΕΒΙ, θα αναφερθώ σε μια έρευνα που είχε γίνει το 1998 για το Παρατηρητήριο Βιβλίου του ΕΚΕΒΙ από το Τμήμα Αρχειονομίας – Βιβλιοθηκονομίας του Ιονίου Πανεπιστημίου και αφορούσε την καταγραφή των ελληνικών βιβλιοθηκών. Διαβάζω στην Τελική Έκθεση της έρευνας:

«… Ο χώρος των βιβλιοθηκών και των υπηρεσιών Πληροφόρησης στην Ελλάδα παρουσιάζει, όπως είναι γνωστό, σοβαρότατα προβλήματα, οφειλόμενα, σε μεγάλο βαθμό, στην καθυστερημένη, χαλαρή, χωρίς σύστημα, νομοθετικές προβλέψεις και προγραμματισμό διαμόρφωση του τομέα αυτού στη χώρα μας. Η από πολλούς και σε πολλά επίπεδα διαπιστωμένη απουσία ουσιαστικής υποστήριξης της έρευνας, της εκπαίδευσης, της επιμόρφωσης και της ψυχαγωγίας από ένα ικανοποιητικό αναπτυγμένο δίκτυο βιβλιοθηκών και υπηρεσιών πληροφόρησης οφείλεται σε πολλούς, ιστορικούς, κοινωνικούς και άλλους λόγους…
….Η ουσιαστική αντιμετώπιση του προβλήματος, ο σωστός σχεδιασμός και η διαμόρφωση και άσκηση της ανάλογης πολιτικής από όσους εμπλέκονται σα θέματα αυτά προϋποθέτει τη γνώση του χώρου ή, καλύτερα, τη γνώση του προβλήματος…»
Την επόμενη χρονιά, ο Μπεκατώρος έγραφε: "Εκπαίδευση των παιδιών μας ορθή (σε όλες τις  βαθμίδες), πολιτική για τον πνευματικό πολιτισμό και για την επιμόρφωση και καλλιέργεια του λαού μας, βιβλιοθήκες πάσης φύσεως (σχολικές/λαϊκές, πανεπιστημιακές, ειδικές, ερευνητικές κ.ά.) δεν πρόκειται να αποκτήσουμε αν δεν αλλάξουμε γραμμή πλεύσεως..."
Τα έχουν πει και η Ένωση Βιβλιοθηκονόμων και άλλοι μεμονωμένοι επαγγελματίες του χώρου. Αυτό που χρειάζεται είναι όντως ο σωστός σχεδιασμός, ο προγραμματισμός, οι νομοθετικές προβλέψεις, η διαμόρφωση και αυστηρή υλοποίηση πολιτικής. Ας πιάσουμε το νήμα από μια άκρη κι ας προχωρήσουμε. Είνα καλό να βάζουμε ιδέες στα κεφάλια των παιδιών μας κι ας το θεωρούν κάποιοι κακό πράγμα...


Υστερόγραφο
Στην έρευνα του Ιονίου Πανεπιστημίου, βασικοί συντελεστές ήταν ο Γιώργος Μπώκος, ομότιμος σήμερα καθηγητής του παραπάνω τμήματος και η Μαρία Σκεπαστιανού, τότε διδάσκουσα του τμήματος. Δυστυχώς, η δυναμική Μαρία έφυγε νωρίς. Ας αφιερώσω την ανάρτηση αυτή στη μνήμη της. Είναι τόσο λίγο για τα τόσα πολλά που πρόλαβε στο σύντομο βίο της.







Δευτέρα 27 Ιανουαρίου 2014

Κουβαλώντας μνήμες και έναν αριθμό στο χέρι!




"Πριν 69 χρόνια στις 27 Ιανουαρίου 1945 τα σοβιετικά στρατεύματα απελευθέρωσαν το Άουσβιτς-Μπίρκενάου. Η 27η Ιανουαρίου ορίστηκε ως παγκόσμια μέρα μνήμης για τα θύματα του Ολοκαυτώματος.". Έτσι τελειώνει το εξαιρετικό κείμενό του στη χθεσινή Αυγή ο Βιβλιοθηκάριος. 

Και υπολογίζω πως είναι 39 ολόκληρα χρόνια από την πρώτη μου επίσκεψη στο κολαστήριο του Άουσβιτς-Μπίρκενάου! 

Ήμουν δευτεροετής φοιτήτρια στο Πολυτεχνείο στους Χημικούς Μηχανικούς και στο πλαίσιο του προγράμματος ανταλλαγής φοιτητών της IAESTE, είχα επιλέξει να πάω σε ένα εργοστάσιο ελαστικών στην Κρακοβία. Θα έμενα εκεί 40 μέρες. Ήταν καλοκαίρι του 1975. Πρώτη φορά θα έβγαινα από την Ελλάδα, πήγα με τρένο, το ταξίδι κράτησε τρεις μέρες.

Την πρώτη μέρα που πήγα στο εργοστάσιο, ανέλαβε ο Τεχνικός Διευθυντής να με ξεναγήσει. Ήταν ένας συμπαθητικός μεσήλικας άντρας, μάλλον κοντός και μάλλον σοβαρός (έτσι τουλάχιστον έδειχνε στα μάτια ενός εικοσάχρονου τότε κοριτσιού). Μιλούσε Γερμανικά, σε αυτά συνεννούμασταν. Μόλις με χαιρέτησε, τράβηξε το μανίκι του ψηλά και μου έδειξε, εκεί κοντά στον αγκώνα, έναν αριθμό! Δεν μπορώ να πω ότι πολυκατάλαβα αμέσως. Μου εξήγησε. 


Η αυλή στο μπλοκ του θανάτου

Κάποια μέρα μας πήγαν να δούμε από κοντά το μέρος που οι άνθρωποι, στην αρχή ήταν αριθμοί και ύστερα γίνονταν στάχτες. Δεν έχει νόημα να πω αν υπάρχει ή δεν υπάρχει μεγαλύτερη θηριωδία, αν ήταν ή όχι το χειρότερο στρατόπεδο συγκέντρωσης. Εκεί πάντως είδα τους φούρνους, είδα τους θαλάμους αερίων, είδα τα κρεματόρια, είδα τα ηλεκτροφόρα σύρματα, είδα τα νοσοκομεία που έκαναν τα πειράματά τους τα ανθρωπόμορφα τέρατα του ναζισμού. Είδα τις προθήκες με τα ρούχα των κρατουμένων, είδα τις προθήκες με τα κατσαρολικά τους. Και είδα τις προθήκες με τα παιχνίδια των παιδιών. Γιατί υπήρχαν και παιδιά στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, σαν τη Ruth Kluger που γράφει ο Βιβλιοθηκάριος, και σαν το μικρό αγοράκι στην ταινία του Μπενίνι. Και υπήρχαν παιδιά που περιμένανε τους γονείς τους από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης σαν τον Φρανσουά Μασπερό (αξίζει να διαβαστεί το βιβλίο του "Οι μέλισσες και η σφήκα", Σοκόλης 2005).


Ο φούρνος στο κρεματόριο!
Ο θάλαμος αερίων!
Το Νοσοκομείο!
Και ηλεκτροφόρα σύρματα παντού!
Και άλλοι πολλοί, χιλιάδες, που έζησαν στο πετσί τους τη θυριωδία του ναζισμού. Και υπήρξαν αυτοί που δεν άντεξαν το βάρος της μνήμης. Όπως ήταν ο Primo Levi (να προτείνω ένα ίσως λιγότερο γνωστό, αλλά εξίσου εξαιρετικό, "Τα τελευταία Χριστούγεννα του πολέμου", Καστανιώτης 2005) και όπως ήταν ο Jean Amery (με το αριστουργηματικό "Πέρα από την ενοχή και την εξιλέωση", Άγρα 2010). Να προσθέσω εδώ και τον Χόρχε Σεμπρούν, που τον ανέφερε στο σχόλιό του στην προηγούμενη ανάρτησή μου ο Βιβλιοθηκάριος. Ο Σεμπρούν είχε επίσης βρεθεί σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα, το γράμμα που του είχε στείλει το 1943 η εκδότρια Κλωντ Εντμόντ Μαγνύ με τίτλο "Για μια προϋπόθεση της γραφής" δεν έφτασε ποτέ στα χέρια του. Του το διάβασε η ίδια η Μαγνύ το 1945, μόλις είχε επιστρέψει από το Μπούχενβαλντ, και της χτύπησε την πόρτα μιά μέρα πριν τη Χιροσίμα (όπως σημειολογικά παρατηρεί ο ίδιος). Αυτά διηγείται ο εξόριστος Ισπανός συγγραφέας στον πρόλογο για το βιβλιαράκι με τον τίτλο αυτό που εκδόθηκε τελικά το 1947. Στα ελληνικά εκδόθηκε το 2001 ("Η προϋπόθεση της γραφής: Γράμμα της Κλωντ Εντμόντ Μαγνύ προς τον Χόρχε Σεμπρούν", Ολκός 2001).
Οι φωτογραφίες είναι όλες από το φωτογραφικό άλμπουμ που αγόρασα τότε και περιέχει φωτογραφίες του Πολωνού φωτογράφου Adam Kaczkowski (1917-1995). Είχε εκδοθεί από το Κρατικό Μουσείο του Άουσβιτς (Państwowe Muzeum w Oświęcimiu) μάλλον γύρω στο 1970.

Υστερόγραφο

Η παραμονή μου στην Κρακοβία ήταν πάντως ευχάριστη. Κατά την καθημερινή μου μετάβαση στο εργοστάσιο, περνούσα από ένα άλλο, που μύριζε σοκολάτα, κάτι σαν την ΊΟΝ στην Πειραιώς δηλαδή. Το θυμήθηκα όταν μας πήγαν επίσκεψη κάποια φορά με τη Σχολή. Από το ίδιο το αντικείμενο μέσα στο εργοστάσιο ελαστικών της Κρακοβίας, το μόνο που θυμάμαι είναι η πρώτη επικοινωνία με τους Πολωνούς φοιτητές που επίσης έκαναν την πρακτική τους εκεί: με οδήγησαν σε ένα δωμάτιο με μια μεγάλη μπανιέρα και μου έδειξαν πώς δοκιμάζεται η αντοχή των προφυλακτικών (ήταν ένα από τα προϊόντα που παρήγαγε το εργοστάσιο). Τα γέμιζαν λοιπόν νερό, πολύ νερό κτλ κτλ. Οι δοκιμές αυτές επαναλαμβάνονταν συχνά.  Είμασταν όλοι παιδιά...

Επίσης, στην Κρακοβία γνώρισα τους Έλληνες πολιτικούς πρόσφυγες. Θυμάμαι την Ελένη Νοικοκύρη, μια, όχι ψηλή, καλοφτιαγμένη, μεσόκοπη γυναίκα, που είχε κάνει αντάρτισσα στον ΕΛΑΣ και στο σπίτι της είχε φωτογραφία της με στολή και ντουφέκι. Γνώρισα κι άλλους, είχε πολλούς η ελληνική κοινότητα και οι περισσότεροι δούλευαν στα εργοστάσια της Νόβα Χούτα που ήταν στην άκρη της πόλης (όταν ξαναπήγα το 1999, η εικόνα της περιοχής αυτής ήταν πολύ διαφορετική).

Πήγα και στο ελληνικό χωριό προς τα ανατολικά, ανέβηκα στο Ζακοπάνε το βουνό, πήγα στο αλατορυχείο της Βιελίτσκα. 

Αφήνω τελευταία την Κρακοβία γιατί είναι η πόλη που μου αρέσει πολύ. Ίσως γιατί ήταν ο πρώτος μου ταξιδιωτικός προορισμός. Ίσως γιατί οι παραστάσεις με έφεραν πιο κοντά στην πραγματικότητα και στην αξία της μνήμης. Ήταν οι παραστάσεις από την επίσκεψη στο Άουσβιτς. Αλλά ήταν και η καθημερινή μου συνάντηση για ένα μήνα με έναν "κανονικό" άνθρωπο που όμως είχε ανεξίτηλο αριθμό στο χέρι, ήταν έτσι σημαδεμένος, αλλά κι ευτυχώς ζωντανός...

Λίγοι επέστρεψαν από τα κολαστήρια των στρατοπέδων συγκέντρωσης. Ένας απ' αυτούς που δε γύρισαν ήταν και ο αδερφός του πατέρα μου, ο Αντώνης, ήταν δεν ήταν 20 χρονώ όταν τον πήραν για καταναγκαστική εργασία. Ο καημός της μάνας τους που δεν έσβησε ποτέ! 

Ποιος μπορεί να μιλάει τώρα για αυτά τα τέρατα και να μην ανατριχιάζει!

Τρίτη 21 Ιανουαρίου 2014

Ο Λένιν και οι βιβλιοθήκες: μία σχέση βαθειά και διαρκής



Το 2014 είναι η χρονιά που συμπληρώνονται 90 χρόνια από το θάνατο του Λένιν. Δεν έχω σκοπό να κάνω μια συνολική αποτίμηση της προσωπικότητάς του, με την ευκαιρία όμως της σημερινής αναφοράς ως ημέρας του θανάτου του, 21 Ιανουαρίου 1924, σκέφτηκα να παρουσιάσω λίγα στοιχεία από ένα συγκεκριμένο βιβλίο που έχω στη βιβλιοθήκη μου από το 1984. Πρόκειται για το βιβλίο "Lenin and Library organisation" (Progress Publishers 1983), αγγλική μετάφραση από το πρωτότυπο στη ρωσική που είχε εκδοθεί το 1977.

Το βιβλίο περιέχει συνολικά 154 κείμενα του Λένιν που αφορούν και αναφέρονται στη σχέση του ρώσου ηγέτη με το βιβλίο, την ανάγνωση και τις βιβλιοθήκες. Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον να διαβάζει κανείς πώς ο ξεχωριστός αυτός άνθρωπος αντλούσε στοιχεία για το αγροτικό ζήτημα, για την οικονομία, για την εκπαίδευση, για τα εργασιακά, πώς ενημερωνόταν από διάφορες πηγές και πώς αξιοποιούσε τα στοιχεία από τις άλλες χώρες, από την Ευρώπη αλλά και την Αμερική.


Η αίθουσα της Κρατικής Βιβλιοθήκης Λένιν (Ρωσική Κρατική Βιβλιοθήκη μετά το 1992), στην οποία μελετούσε ο Λένιν. Όπως αναφέρεται στο σχετικό φυλλάδιο της Βιβλιοθήκης (που μου χάρισαν σε επίσκεψή μου το 1982), το όνομα του Λένιν αναφέρεται στο βιβλίο καταχώρισης νέων μελών-αναγνωστών της Βιβλιοθήκης τον Αύγουστο 1893 (ως βοηθός δικηγόρου τότε), καθώς και στο βιβλίο επισκεπτών για τις ημέρες 19-21 Φεβρουαρίου 1897.

Ανάμεσα στα πολλά κείμενα που περιέχονται στο βιβλίο, υπάρχουν πολλές αναφορές από επισκέψεις σε βιβλιοθήκες τόσο της Ρωσίας όσο και πολλών ευρωπαϊκών χωρών, στις οποίες ο Λένιν μετέβαινε είτε ωε εξόριστος ή ακριβώς για να επισκεφεί αυτές τις βιβλιοθήκες προκειμένου να μελετήσει συγκεκριμένο ζήτημα. Περιέχονται επίσης επιστολές που αντάλλασσε με υπεύθυνους βιβλιοθηκών ή με άλλα πρόσωπα, ζητώντας πληροφορίες ή την άδεια να επισκεφθεί τη βιβλιοθήκη.

Έτσι, συνοπτικά να αναφέρω ότι έχει αναφορές για βιβλιοθήκες της Ευρώπης, όπως είναι οι Πανεπιστημιακές της Κρακοβίας, της Βέρνης, της Γενεύης και της Κοπεγχάγης, οι Εθνικές Βιβλιοθήκες της Γαλλίας, της Δανίας και της Ελβετίας, η Βιβλιοθήκη της Λαϊκής Ένωσης για μια Καθολική Γερμανία, η Βασιλική Βιβλιοθήκη της Στοκχόλμης, η Βιβλιοθήκη του Βρετανικού Μουσείου στο Λονδίνο, διάφορες άλλες βιβλιοθήκες στη Βέρνη, στη Γενεύη και στη Ζυρίχη κτλ.

Υπάρχουν επίσης αναφορές του 1912 και 1913 για τη Δημόσια Βιβλιοθήκη της Νέας Υόρκης, όπου περιγράφονται οι χώροι και οι λειτουργίες της βιβλιοθήκης αυτής (όντως εντυπωσιακά) για να καταλήξει: "Αυτός είναι ο τρόπος που γίνονται τα πράγματα στη Νέα Υόρκη. Και στη Ρωσία;"

Αξίζει ν' ανατρέξει κανείς σε μερικά κείμενα από τις αναφορές του στις βιβλιοθήκες της Ευρώπης. Γράφει στη μητέρα του στην Πετρούπολη στις 12 Μαρτίου 1916: "...Αφήνουμε τώρα τη Ζυρίχη. Ήρθαμε εδώ να δουλέψουμε στις βιβλιοθήκες. Μας αρέσει εδώ η λίμνη πάρα πολύ και οι βιβλιοθήκες είναι πολύ καλύτερες από της Βέρνης, έτσι πιθανόν να μείνουμε περισσότερο από όσο υπολογίζαμε..."

Να σημειωθεί πως όταν ήταν στη Βέρνη, έπαιρνε τακτικά πληροφορίες από επιστημονικές βιβλιοθήκες της Γαλλίας και της Γερμανίας, καθώς και από βιβλιοθήκες άλλων ελβετικών πόλεων, όπως η Βασιλεία, το Λουγκάνο κ.ά. Όπως έγραψε στην αδελφή του στη Μόσχα στις 22 Δεκεμβρίου 1914, έχει κάνει  "αξιοπρεπείς ρυθμίσεις όσον αφορά τη χρήση των βιβλίων", ενώ και για την γυναίκα του την Κρούπσκαγια αναφέρει ότι "υπάρχει μια παιδαγωγική βιβλιοθήκη εδώ για τη Νάντια και γράφει κάτι γύρω από παιδαγωγικά θέματα".

Τον Απρίλιο του 1902 έστειλε επιστολή στο διευθυντή του Βρετανικού Μουσείου προκειμένου να γίνει δεκτό το αίτημά του να επισκεφθεί το αναγνωστήριο του Μουσείου (συνοδεύτηκε από συστατική επιστολή το αίτημά του αυτό).

Του άρεσε για την εξαιρετική της οργάνωση η βιβλιοθήκη της Αναγνωστικής Εταιρείας της Γενεύης την οποία επισκεπτόταν συχνά μέχρι το 1908 που έφυγε στο Παρίσι. Εκεί, πήγαινε στην Εθνική Βιβλιοθήκη, στη Βιβλιοθήκη της Σορβόννης και αλλού, όμως η Κρούπσκαγια δεν ήταν ικανοποιημένη από τον τρόπο λειτουργίας των: "... Η βιβλιοθήκη κλείνει για το μεσημεριανό γεύμα. Η διαδικασία για το δανεισμό βιβλίων είναι μακρά και γραφειοκρατική..."

Τον Αύγουστο του 1910 έστειλε επιστολή σε σύντροφό του στην Κοπεγχάγη ζητώντας να τον πληροφορήσει ποια βιβλιοθήκη ήταν καλύτερη (η Εθνική ή η πανεπιστημιακή) και αν είναι ανοιχτή όλη μέρα. "Χρειάζομαι στοιχεία για τη γεωργία στη Δανία", έγραφε.

Για την πανεπιστημιακή βιβλιοθήκη της Κρακοβίας έχει να πει τα χειρότερα, συγκρίνοντας με την το ίδιο κακά οργανωμένη Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας. Γράφει στην αδελφή του το 1914: "... Από όλα τα μέρη που πήγα στις περιπλανήσεις μου, θα επέλεγα Λονδίνο και Γενεύη, αν δεν ήταν τόσο μακριά. Η Γενεύη είναι ιδιαίτερα έξοχη για το γενικό πολιτιστικό της επίπεδο και τις ανέσεις που κάνουν τη ζωή ευκολότερη. Εδώ βέβαια [εννοεί στην Κρακοβία] δεν μπορεί να γίνεται κουβέντα για πολιτισμό - είναι σχεδόν το ίδιο όπως και στη Ρωσία - η βιβλιοθήκη είναι κακή και υπερβολικά άβολη, αν και σπάνια πηγαίνω ..."

Η προσωπική βιβλιοθήκη στο σπίτι που ζούσαν ο Λένιν και η Κρούπσκαγια από το 1888 μέχρι το 1900
Αφού είναι τόσο καλός και μανιώδης χρήστης των βιβλιοθηκών, έχει γράψει και πολλά κείμενα όπου περνάει αυτή την αντίληψη για την ανάγκη ύπαρξης και οργάνωσης των βιβλιοθηκών. Ως δείγμα αυτής της αντίληψης, θα παραθέσω μόνο ένα κείμενο, γραμμένο το Νοέμβριο 1917 και αφορά τους στόχους της Δημόσιας Βιβλιοθήκης στην Πετρούπολη:

"... Οι παρακάτω αλλαγές, βασισμένες σε αρχές που έχουν δοκιμαστεί επί μακρόν στις ελέυθερες χώρες της Δύσης, ιδιαίτερα στην Ελβετία και στις Ηνωμένες Πολιτείες, πρέπει να γίνουν αμέσως και άνευ όρων:
(1) Η δημόσια βιβλιοθήκη (πρώην αυτοκρατορική βιβλιοθήκη) πρέπει αμέσως να ξεκινήσει ανταλλαγή βιβλίων με όλες τις δημόσιες και κρατικές βιβλιοθήκες στην Πετρούπολη και στις επαρχίες καθώς και με ξένες βιβλιοθήκες (στη Φινλανδία, Σουηδία κτλ.).
(2) Η προώθηση βιβλίων από μία βιβλιοθήκη σε άλλη πρέπει με νόμο να γίνεται με δωρεάν ταχυδρομική αποστολή.
(3)  Το αναγνωστήριο της βιβλιοθήκης πρέπει να είναι ανοιχτό, όπως είναι η πρακτική στις ιδιωτικές βιβλιοθήκες και αναγνωστήρια για τους πλούσιους στις πολιτισμένες χώρες, από τις 8 το πρωί μέχρι τις 11 τη νύχτα καθημερινά, συμπεριλαμβανομένων Κυριακών και αργιών.
(4) Το απαιτούμενο προσωπικό πρέπει να μετακινηθεί αμέσως στη Δημόσια Βιβλιοθήκη από τα διάφορα γραφεία του Υπουργείου Παιδείας (με περισσότερες γυναίκες, δεδομένων των στρατιωτικών αναγκών σε άνδρες), όπου τα εννέα δέκατα του προσωπικού ασχολούνται όχι απλώς σε άχρηστη, αλλά σε εντελώς επιβλαβή εργασία".

Ο Λένιν κοινοποίησε στον κομισσάριο Παιδείας Λουνατσάρσκυ την απόφασή του για αναδιοργάνωση των βιβλιοθηκών στη Ρωσία, ζητώντας του να πάρει μέτρα για την ίδρυση κεντρικού συστήματος βιβλιοθηκών, καθώς και για την εισαγωγή του Ελβετο-αμερικάνικου συστήματος. Με το τελευταίο, εννοούσε όλα τα θετικά χαρακτηριστικά της οργάνωσης των βιβλιοθηκών στις Ηνωμένες Πολιτείες και στην Ελβετία, και συγκεκριμένα: ταχεία εξυπηρέτηση, ελεύθερη πρόσβαση στα βιβλιοστάσια, διαδανεισμός μεταξύ βιβλιοθηκών, γενικοί κατάλογοι κτλ.

Και να τι είπε για τον βιβλιοθηκονόμο (ή βιβλιοθηκάριο) στο πρώτο Συνέδριο Βιβλιοθηκών του 1924, μιλώντας για τις βιβλιοθήκες που από νεκρές αποθήκες έντυπου υλικού θα μετασχηματιστούν σε πολιτισμική, κινητήρια δύναμη: "Ο βιβλιοθηκάριος-φροντιστής, ο βιβλιοθηκάριος-βιβλιοσκώληκας, ο οποίος διατηρεί αυτά τα βιβλία, δίνοντας το ένα ή το άλλο μόνο όταν ζητηθούν από εκείνους που τα χρειάζονται - αυτός ο βιβλιοθηκάριος θα σβήσει. όπως όλο το παλιό σύστημα θα σβήσει. Τώρα έχουμε ένα νέο τύπο βιβλιοθηκάριου. Είναι ένας πραγματικός εκπαιδευτής. Θα έλεγα ότι είναι ο κύριος εκπαιδευτής, είναι ο απαραίτητος σύνδεσμος ανάμεσα στις μάζες και στην επσιτήμη και κουλτούρα..."

Υπάρχουν και άλλα πολλά που θα μπορούσα να παραθέσω. Έτσι κι αλλιώς πάντως, η σχέση του Λένιν με τα βιβλία και με τις βιβλιοθήκες ήταν όντως βαθιά και διαρκής. 

Και ύστερα, κάνω σκέψεις πολλές. Τι έγινε μετά το 1924; Τι έγινε μετά το 1989; Τι γίνεται σήμερα στις χώρες εκείνες; 
Κι ακόμα σκέφτομαι και τι γίνεται αλλού και τι γίνεται στον τόπο μας. Ποια να είναι άραγε η σχέση των πολιτικών μας με το βιβλίο και με τις βιβλιοθήκες; Να μια καλή ερώτηση. Δεν είναι ντε και καλά αρνητική, δεν είναι τουλάχιστον για όλους, αυτό είναι σίγουρο. Κι έχω τέτοια δείγματα. Αλλά... στο σύνολο, ποια είναι τέλος πάντων; Και υπάρχει άραγε άποψη; Υπάρχει όραμα; Μακάρι να βγει κάτι από το πρόγραμμα συζητήσεων του Σύριζα για το βιβλίο που αρχίζει αύριο, μάλλον να ... ξεκινήσει μια κουβέντα. Γιατί οι ανακοινώσεις δεν φτάνουν.

Δευτέρα 13 Ιανουαρίου 2014

Ελιά, δέντρο ευλογημένο!



Φέτος είχαμε βεντέμα! Δηλαδή, ενώ στην Κρήτη πολλά ελαιοτριβεία δεν άνοιξαν, δεν στρώθηκαν παλέτσες στα χωράφια, εμείς, μετά από χρόνια, στα 18 ελαιόδεντρα βγάλαμε περίπου ... 65 κιλά λάδι! Χαράς ευαγγέλια!!!

Ευλογημένο δέντρο η ελιά!





 


 


 


 


κι ευλογημένος ο καρπός της!
 
  




 


 

 
Με την ευκαιρία, ξαναδιάβασα στο χωριό το βιβλίο της Τατιάνας Σταύρου που κυκλοφόρησε το 2001 από τις εκδόσεις Ηλίβατον με τίτλο "Ελιά: Η βιογραφία ενός δέντρου. Μία ασυνήθιστη μυθιστορία". 

Στις 278 σελίδες του, περιγράφει το ρόλο που έπαιξαν η ελιά και τα προϊόντα της στη ζωή των Ελλήνων από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα. Περιέχει κείμενα της Σταύρου που άρχισαν να γράφονται από το 1930 και έχουν δημοσιευτεί σε περιοδικά όπως η Νέα Εστία, σε βιβλία και αλλού. Έχουν χωριστεί σε ενότητες (π.χ. Γενεαλογικά κ.ά.), όπου π.χ. στην ενότητα "Η ελιά στη λογοτεχνία μας", ανθολογούνται έργα 69 ελλήνων συγγραφέων, ενώ περιλαμβάνονται επίσης 174 αποσπάσματα από 120 έργα.
Την επιμέλεια της έκδοσης έκανε η Γεωργία Τσάκωνα, ενώ για την καλή βιβλιογραφική και συνολική παρουσίασή του συνέβαλαν επίσης η Τούλα Κόντου και η Στέλλα Χατζημαρή. 
Αξίζει ν' αναζητηθεί και να διαβαστεί, είναι όλο το βιβλίο σαν ένας ύμνος στην ελιά και στο λάδι, τα κείμενα εκπέμπουν την ευαισθησία, την κουλτούρα, την ευγένεια και καλοσύνη ψυχής που πρέπει να είχε η συγγραφέας των.

Κυριακή 5 Ιανουαρίου 2014

Ο Μιχάλης Μερακλής για τον Καβάφη και τον Παλαμά και οι επισκέψεις μου σε δυο βιβλιοθήκες






Το Νοέμβριο που βρέθηκα στην Κέρκυρα, επισκέφθηκα τη Δημόσια Βιβλιοθήκη Κέρκυρας (της οποίας είμαι μέλος) για να ψάξω κάποια βιβλία για τον Κάλβο (διάβαζα τότε τις "Μέλισσες του Κάλβου" της Χατζημανωλάκη και από κει ξετυλίχτηκε ένα καταπληκτικό ντόμινο ανάγνωσης, εκκρεμεί μια ανάρτηση για λεπτομέρειες...). Ψάχνοντας λοιπόν στα βιβλιοστάσια της πιο παλιάς δημόσιας βιβλιοθήκης της χώρας (φέτος βραβεύτηκε από την Ακαδημία Αθηνών, δυστυχώς όμως στη σελίδα της δεν έχει ακόμη αναρτηθεί η σχετική πληροφόρηση!).

Τριγυρίζοντας στους χώρους του βιβλιοστασίου, έπεσα σ' ένα μικρό βιβλιαράκι (σε δύο, αλλά για το δεύτερο θα γράψω μια άλλη φορά) που το δανείστηκα για να το διαβάσω, όχι τόσο και μόνο για το περιεχόμενο, αλλά και για τον συγγραφέα. Πρόκειται για το βιβλίο "Τέσσερα δοκίμια για τον Κ. Π. Καβάφη"  του σπουδαίου φιλόλογου και λαογράφου, ομότιμου καθηγητή Μιχάλη Μερακλή (εκδ. Καστανιώτη, 1985).

Στο βιβλίο περιέχονται τέσσερα κείμενα με τίτλους: "Ο πεζός Καβάφης", "Μπρεχτικός Καβάφης", "Παλαμάς - Καβάφης" και "Δραματικές συγκρούσεις στον Καβάφη", όλα δημοσιευμένα αντίστοιχα στα περιοδικά Τετράδια ευθύνης και Λέξη, στα Πρακτικά του τρίου Συμπόσιου Ποίησης και στο βιβλίο έκδοσης Ζαχαρόπουλου με ποιήματα του Καβάφη, και όλα το 1983, 50 χρόνια δηλαδή από το θάνατο του Αλεξανδρινού ποιητή, αλλά και 40 χρόνια από το θάνατο του Κωστή Παλαμά.

Και τα τέσσερα δοκίμια είναι εξαιρετικά. Ο συγγραφέας αναφέρεται σε διάφορα θέματα με αφορμή τις αναφορές του στον Καβάφη. Για παράδειγμα, στέκεται στη μεταφορική χρήση των θεμάτων του, πράγμα που αποδεικνύεται όπως λέει και από το ότι πολλοί στίχοι του έγιναν παροιμιώδεις (εδώ, βέβαια, θυμόμαστε τη χρήση αποσπασμάτων στα λεωφορεία της Αθήνας και τις - καθόλου αθώες κατά τη γνώμη μου - παρεξηγήσεις - το βιά έγινε βία κτλ., όπως πολύ εύστοχα το διατύπωνε και η Έλενα Πατρικίου σε άρθρο της με τίτλο Rethink Poetry).

Με αφορμή τις αναφορές στον "μπρεχτικό Καβάφη", δίνει ένα σύντομο αλλά χρήσιμο μάθημα για το περιεχόμενο και την ουσία του μπρεχτικού θεάτρου. Ο Μπρεχτ, γράφει, "χρησιμοποιεί απλές καθημερινές εικόνες και πρόσωπα, όμως τους αφαιρεί την οικειότητα, ώστε ο θεατής να μην ταυτιστεί και, από απόσταση, να μπορεί να κρίνει". Το ίδιο, λέει, και ο Καβάφης "επιδιώκει την αποστασιοποίηση του αναγνώστη από τα παριστανόμενα, ώστε να τα δει ψύχραιμα και κριτικά".
Στο κείμενο "Παλαμάς - Καβάφης", μας θυμίζει ότι το 1983 (που πάλι ήταν έτος Καβάφη), εκτός από τα 50 χρόνια από το θάνατο του Αλεξανδρινού, ήταν και τα 40 από το θάνατο του Παλαμά, αλλά και τα 100 χρόνια από τη γέννηση του Καζαντζάκη και τα 150 από το θάνατο του Κοραή.

Στο συγκεκριμένο δοκίμιο, ο συγγραφέας του προχωρά σε μια ανάλυση της σχέσης κριτικού και συγγραφέα με αφορμή τις κριτικές που κατά καιρούς δέχτηκαν οι δύο ποιητές από μαρξιστές και αστούς,  επικαλούμενος μάλιστα και τις σχετικές απόψεις του Λούκατς, για να καταλήξει ότι οι δύο "αποτελούν δύο σταθερά σημεία αναφοράς για τον προσδιορισμό όχι μόνο της ποιητικής, αλλά και της πολιτιστικής, ίσως και της πολιτικής μας ταυτότητας, η οποία εξάλλου και με βάση τις συσπειρώσεις γύρω από τα δύο αυτά πολιτιστικά μεγέθη αποδείχνεται σε μεγάλο βαθμό αντιφατική, ανισόρροπη, ανώμαλη".


Οι Έλληνες γνωρίζουν τους ποιητές τους (Πηγή: http://invenio.lib.auth.gr/record/107136/files/arc-2008-44594.pdf)

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον και για σήμερα, με την απόσταση των 30 χρόνων, έχει και η αναφορά του σε μια δημοσκοπική έρευνα που είχε γίνει για το εβδομαδιαίο περιοδικό Ταχυδρόμος (τεύχος 17, 28/4/1983, σελ. 16-18) από την ICAP και παρουσίασε η Λιάνα Κανέλλη για τα 50 χρόνια από το θάνατο του Κωνσταντίνου Καβάφη. Πράγματι, βρήκα (ψηφιοποιημένο) το σχετικό άρθρο  στην Ψηφιοθήκη του Αριστοτέλειου Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης, έχει τον τίτλο "Κ. Π. Καβάφη: η ερωτική προσωπικότητά του: αύριο 50 χρόνια από το θάνατό του".

Σύμφωνα με την έρευνα, το 87% των ερωτηθέντων γνώριζαν ότι ο Παλαμάς είναι ποιητής και το 71% αντίστοιχα για τον Καβάφη, όταν μόνο το 48% γνώριζαν ότι ο Αναστόπουλος είναι ποδοσφαιριστής! Ο Μιχάλης Μερακλής αναφέρει ότι είχε γίνει αντίστοιχη έρευνα το 1973 από τον Μαστροδημήτρη. 

Και πάνω που θα τελείωνα την ανάρτηση και ήθελα να παραπέμψω στη Βιβλιοθήκη του ΑΠΘ, έργο της οποίας είναι η Ψηφιοθήκη που ανέφερα, έπεσα στην παρακάτω εικόνα. Από ένα μεγάλο ακαδημαϊκό ίδρυμα θα φύγουν 169 υπάλληλοι από τους οποίους οι 20 καλύπτουν συγκεκριμένες θέσεις στη Βιβλιοθήκη του.


Οι άνθρωποι είναι αριθμοί και οι θεσμοί δεν υπολογίζονται ...
Ίδια εικόνα στα Πανεπιστήμια ΑθηνώνΚρήτηςΜακεδονίας κτλ. Αναρωτιέται κανείς πώς μπορεί να λειτουργήσει η βιβλιοθήκη ενός μεγάλου ακαδημαϊκού ιδρύματος με τέτοιες μειώσεις προσωπικού.

Από τη διαθεσιμότητα και την απόλυση στην απαξίωση και στο μαρασμό.
Η αρχή βέβαια έγινε ανάποδα: από την απαξίωση στη διαθεσιμότητα και στην απόλυση. 
Οι άνθρωποι απαξιώνονται, γίνονται αριθμοί και ονοματίζονται "διαθέσιμοι" για να πεταχτούν στα αζήτητα.
Και οι θεσμοί απαξιώνονται, σαν να μην υπήρξαν, για να διαλυθούν και να βρεθούν οι "σωτήρες" που θα φέρουν την "ανανέωση" και τον "εκσυγχρονισμό", μακριά από τους "άχρηστους" και τους "διεφθαρμένους" (έτσι δεν μας λέγανε από τις αρχές του 2010;)

Η Βιβλιοθήκη του ΑΠΘ είναι μια από τις πρωτοπόρες ακαδημαϊκές βιβλιοθήκες της χώρας
Κι έτσι, νιώθω να γίνεται ό,τι έγινε με το ΕΚΕΒΙ και με την ΕΡΤ. Οι ακαδημαϊκές βιβλιοθήκες τα τελευταία χρόνια μπόρεσαν και άνοιξαν τα φτερά τους χάρη στην πολλή δουλειά που έγινε από το προσωπικό τους, ανέπτυξαν καινούριες υπηρεσίες, ξεκίνησαν έργα που χρειάζονται παρακολούθηση, διαχείριση και προπάντων συνέχιση. (Δεν σημαίνει βέβαια ότι δεν θα υπάρχουν και αυτοί που ίσως δεν έκαναν καλά τη δουλειά τους, αυτό όμως δεν δικαιολογεί την "τιμωρία" και συνολική απαξίωση θεσμών και ομάδων εργαζομένων).

Κι έτσι, όσο ευχάριστη και χρήσιμη ήταν η "φυσική" επίσκεψή μου στη Βιβλιοθήκη της Κέρκυρας, άλλο τόσο ήταν και η "ηλεκτρονική" επίσκεψη στη Βιβλιοθήκη του ΑΠΘ, χάρηκα που βρήκα το παραπάνω άρθρο, και μάλιστα ολόκληρο ψηφιοποιημένο. Και μην μου πείτε ότι ... αφού έχουν ψηφιοποιηθεί, τότε τι χρειάζονται οι βιβλιοθηκονόμοι;

Και για να επιστρέψω στο Μ. Μερακλή, όταν κάνει λόγο για το ρόλο του ποιητή, λέει ανάμεσα στ' άλλα: "... η ιθύνουσα τάξη υποκαθιστά τον κοινωνικό δυναμισμό, που εκφράζεται με την πολιτική δράση, με την καλλιέργεια μιας εθνικής ομοψυχίας...".  Έτσι έλεγε το 1983, σήμερα μιλάμε και για τον κοινωνικό αυτοματισμό...

Πέμπτη 2 Ιανουαρίου 2014

Με της ψυχής το φεγγαρίσιο φώς... Εις μνήμην Νόρας Αναγνωστάκη




Πολύ λίγο γνώριζα τη Νόρα Αναγνωστάκη (που έφυγε παραμονή Πρωτοχρονιάς)  μέσα από τα γραφτά της. Όμως, τη χρονιά που πέρασε διάβασα ένα μικρό βιβλίο της με τίτλο "Πνευματικές ασκήσεις" (Στιγμή, 1988), στο οποίο περιέχονται τρία κριτικά κείμενα για τους Τάκη Σινόπουλο, Νάσο Βαγενά και Γιώργο Βακαλό, γραμμένα το 1980, το 1976 και το 1974 αντίστοιχα. Είναι και τα τρία κείμενα εξαιρετικά, ξεχώρισα όμως το κείμενο με τίτλο "Με της ψυχής το φεγγαρίσιο φώς...", αφιερωμένο στο ζωγράφο και σκηνογράφο Γιώργο Βακαλό (1902-1991).

Στην πραγματικότητα, το κείμενο αυτό ήταν ένα γράμμα που είχε στείλει η Νόρα Αναγνωστάκη στην Ελένη Βακαλό  για την έκθεση ζωγραφικής του Γιώργου Βακαλό στο Λος Άντζελες το 1974 και το οποίο είχε δημοσιευτεί στο τεύχος Ιαν.-Φεβρ. 1974 του περιοδικού Ζυγός αντί κριτικής. Βρήκα τη σχετική εγγραφή στην Ψηφιακή Βιβλιοθήκη της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών, το άρθρο στο Ζυγό είχε τον τίτλο: "Παραλλαγές πάνω σ' ένα φεγγάρι: η καινούρια δουλειά του Γ. Βακαλό που εκτίθεται στο Λος Άντζελες" (Ζυγός: διμηνιαίο περιοδικό τέχνης , αρ. 6 (Ιαν.- Φεβρ. 1974), σ. 38-43).


Γιώργος Βακαλό, Από τη σειρά των φεγγαριών (Πηγή: Εθνική Πινακοθήκη)


Αναφέρεται και στην έκθεση που είχε οργανώσει η γκαλερί  Ώρα το 1971 και μιλά για το φως που έβγαινε τότε από τη ζωγραφική του Βακαλό που "βρισκόταν στον αστερισμό του ηλιακού φωτός" και το ίδιο τώρα από τα "σεληνιακά ημίφωτα" και δεν καταλαβαίνει , λέει, "πώς συντηρείται και με τους δυο φωτισμούς η ίδια μαγεία!".

Γιώργος Βακαλό, Το καφέ φεγγάρι (Πηγή: Εθνική Πινακοθήκη)



Και γράφει παρακάτω:

"... Ξαναδιάβαζα τελευταία τον Μεγάλο Γκάτσμπυ του Φιτζέραλντ, και στάθηκα μαγεμένη σε μια μικρή περιγραφή ενός ζευγαριού που πάει - νύχτα - να φιληθεί και το χωρίζει μια ακτίνα φεγγαριού. Μου ήρθε να κλάψω. Όρμησαν μέσα μου μνήμες ενός άλλου καιρού, που μπορούσε κανείς να απολαύσει ένα γραμμένο ή ζωγραφικό πράγμα γι' αυτό που είναι και μόνο, χωρίς νά 'χει αυτή την κακομοιριασμένη αίσθηση του στρατιώτη - ξέρεις τι λέω - γι' αυτήν την άλλη όψη την άγρια της τέχνης, που δεν σ' αφήνει να χαλαρώσεις απ' τη σκληρότητα που σε κατέχει και που είναι εντελώς  απαραίτητη, που πρέπει οπωσδήποτε να διατηρηθεί...

... Κοιτάζω ξανά και ξανά κινέζικες ζωγραφιές, Μπονάρ και Κλέε και Σερά, και ντουανιέ Ρουσσώ και ξαναδιαβάζω Φλωμπέρ, Σταντάλ, Μπαλζάκ, Τζόυς και Χένρυ Τζέιμς, Φιτζέραλντ, Μέλβιλ και Λιούις Κάρολ, και η ψυχή μου πραγματικά αναπαύεται, τρέφεται και παίρνει δύναμη για τ' άχαρα έργα που με περιμένουν. Με κανέναν τρόπο δεν πρέπει ν' αποξεχαστούμε μέσα στη σημερινή ασφυξία. Ϊσως γι' αυτό αγαπώ όλο και πιο πολύ τη ζωγραφική του Γιώργου, γιατί με βοηθάει να αναπνεύσω σαν άνθρωπος μέσα στην τέχνη, να γοητεύομαι, χωρίς να ξεχνώ και τ' αγκάθια της...."

Είναι φανερές οι νύξεις που κάνει, το κείμενο ήταν γραμμένο λίγο πριν πέσει η χούντα.

"... Ίσως φαίνεται παράδοξο, αλλά έτσι έγινε. Αυτός ο παραμυθάς ζωγράφος, με την υπέρκομψη τεχνική, να έχει γίνει ερευνητής των βυθών της δημιουργίας και με το μωβ φως του φεγγαριού να μας τραβάει αργά στα ενάλια βάθη όπου κοίτεται πολύχρωμος ο θάνατος και γεμάτη αστέρια η ζωή, αναπνέοντας φως και σκότος - φως και σκότος.

Πραγματικά βλέπω ότι σκοτείνιασε. Σ' αφήνω.

Με αγάπη
ΝΟΡΑ"

Γιώργος Βακαλό, Μπλε φαγγάρι (Πηγή: Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης τέχνης)


***
Γράφει η Νόρα Αναγνωστάκη ότι κοιτάζοντας τα έργα του Βακαλό, της ήρθε ο στίχος "Με της ψυχής το φεγγαρίσιο φώς", όμως δεν μπορούσε να θυμηθεί τον ποιητή. Άραγε ποιος να είναι...