Τρίτη 25 Νοεμβρίου 2014

Μητέρες και γιοί, του Θοδωρή Καλλιφατίδη


Θοδωρής Καλλιφατίδης, Μητέρες και γιοί, Γαβριηλίδης, 2007

Αυτοβιογραφικό αφήγημα. Ο συγγραφέας, κάτοικος στη Σουηδία εδώ και δεκαετίες, στα 68 του χρόνια, περνά ένα επταήμερο στην Ελλάδα, στη γειτονιά που μεγάλωσε στου Γκύζη, εκεί που ακόμα μένει η  92χρονη μητέρα του.

Όταν είδα το βιβλίο, ήρθαν στο νού μου δυο βιβλία που είχα διαβάσει πριν από πολλά χρόνια και μάλιστα στ’ αγγλικά. Το ένα ήταν το Sons and lovers (Γιοί και εραστές) του D.H. Lawrence και το άλλο ήταν το Fathers and Sons (Πατέρες και γιοί) του Ιβάν Τουργκένιεφ. Και τα δύο πολύ καλά,  τα συνιστώ για ανάγνωση.

Το βιβλίο του Καλλιφατίδη δεν είναι ένας ύμνος στη μάνα, ούτε λατρεία, ούτε θεωρητική ανάπτυξη της σχέσης μάνας και γιού. Είναι μια ήρεμη, γλυκειά περιγραφή μιας βδομάδας κοντά στη μάνα, μέρα με τη μέρα, και συνάμα είναι το ξεδίπλωμα της ζωής της οικογένειας του πατέρα του, που ξεκίνησε από τον Πόντο, την Τραπεζούντα, για να βρεθεί στην Πόλη κι από κεί στον Πειραιά κι από κεί στους Μολάους Λακωνίας κι από κεί στου Γκύζη στην Αθήνα. Διαβάζει τη διαθήκη-βιογραφία που άφησε ο πατέρας του για να μιλήσει έτσι στα παιδιά του, με ένα σημείωμα, για πράγματα που δεν τους είπε ποτέ. Ήταν δάσκαλος, "και των Τούρκων και των Ελλήνων" όπως έγραψε ο ίδιος. Και ο συγγραφέας βρίσκει την ευκαιρία να μιλήσει για τους αγώνες επιβίωσης των Ελλήνων του Πόντου, της Πόλης, του Πολέμου και της Κατοχής, του Εμφυλίου και των χρόνων που ακολούθησαν.

Βάσω Κατράκη, Μάνα, Χαρακτικό σε πέτρα. (Πηγή: http://www.vassokatraki.gr/to-ergo/xaraktika/petra.html#)
Γλαφυρό, ευχάριστο γράψιμο, ευχάριστη και η κουβέντα με τη μητέρα του. Σαν όταν του δίνει συμβουλές για το φαγητό:

"Τα λαχανικά τα βράζουμε σύντομα και δυνατά με το αλάτι μαζί, το κρέας αργά και ήπια, και βάζουμε το αλάτι στο τέλος, το ψάρι δεν το βράζουμε καν, το αφήνουμε σε καυτό νερό με αλάτι για λίγα λεπτά, ανάλογα με το ψάρι και το μέγεθος... 

Το πιο σημαντικό είναι ν' αγαπάς αυτούς που θα φάνε το φαί σου. Και μην ξεχνάς ότι πρέπει να χορεύεις μπροστά στην κατσαρόλα...

Δυστυχισμένοι μάγειροι και μαγείρισσες είναι η πιο συνηθισμένη αιτία για κακό φαγητό..."

Κι όταν η μητέρα του λέει λυπημένα ότι εκείνος εξαφανίστηκε στα ξένα γιατί δεν μπορούσαν να του δώσουν τίποτα οι δικοί του, αυτός της απάντησε: "Μου δώσατε ό,τι είμαι".

Κι άλλη όμορφη κουβένατ με τη μάνα του:

"Ο κόσμος παραπονιέται που η τριανταφυλλιά έχει αγκάθια, αντί να χαίρεται που έχει τριαντάφυλλα. Αυτά είναι το θαύμα, όχι τ' αγκάθια."

Ο Καλλιφατίδης θυμάται τα χρόνια που έζησε στην Ελλάδα, μιλά για τους φίλους του (κάνει μνεία στο Διαγόρα και στο Γιάννη, προφανώς αναφέρεται στους Διαγόρα Χρονόπουλο και Γιάννη Φέρτη), για τον αδερφό του, για τα διαβάσματά του. Έχει γλύκα ο λόγος του, γλύκα για τη ζωή, για τον τόπο, για τη μάνα, για τον αδερφό, για τον άνθρωπο δίπλα μας. Μιλά για την ιστορία του τόπου και των αθρώπων, για τον Πόντο απ' όπου ξεκίνησαν, για το κυνηγητό των Νεότουρκων, για τη ζωή στην Πόλη, για την καταστροφή του '22, για τη δικτατορία του Μεταξά, για τον Πόλεμο, τους χίτες και τους ταγματασφαλίτες, για τις συλλήψεις και τις εκτελέσεις των "κομμουνιστών" όπως βάφτιζαν με μίσος όλους τους πατριώτες, για τα κυνηγητά και τις απολύσεις. Γράφει και για την "τρύπα". Και λέει η μάνα για την τρύπα:

"Ο φόβος κι ο τρόμος του κόσμου η τρύπα. Κανείς δεν ήξρερε πού βρισκόταν ακριβώς, μα λεγόταν ότι ήταν απύθμενη. Όποιον έριξαν εκεί μέσα δεν ξαναβρέθηκε ποτέ. Ήταν η πόρτα του κάτω κόσμου. Άλλο να πεθάνεις κι άλλο να μη σε ξαναβρούν. Είναι σα να μην έζησες ποτέ."

Κέτε Κόλβιτς, Μάνα με παιδί, 1933 (Πηγή: http://www.wikiart.org/en/search/kollwitz)
Την έβδομη μέρα, το πρωί της Κυριακής, ετοιμάζεται να φύγει, να γυρίσει στο σπίτι του στη Στοκχόλμη.

"- Θα προλάβω άραγε να διαβάσω αυτό το βιβλίο, είπε η μαμά.
 - Είπαμε, εσύ θα γίνεις εκατό.
 Πήρα τη βαλίτσα. Πάτησα το κουμπί του ανελκυστήρα. Την αγκάλιασα.
 - Πήγαινε στο καλό γιε μου.
 Είχε ένα χαμόγελο στα χείλη και δάκρυα στα μάτια. Στηριζόταν στο μπαστούνι της λίγο γερμένη.
 Ακούμπησα κάτω τη βαλίτσα και την αγκάλιασα ακόμα μια φορά. Μύριζε όπως πάντα λεμόνι."


Όταν έγραφε ο Θοδωρής Καλλιφατίδης το βιβλίο, άκουγε, όπως λέει ο ίδιος, τις Συμφωνίες του Αμβούργου του Καρλ Φιλιπ Εμμάνουελ Μπάχ, πατέρα του Γιόχαν Σεμπάστιαν. Φέτος στη Γερμανία γιορτάζουν τα 300 χρόνια από τη γέννησή του (1714-1788). Εδώ, από τη συμφωνία αρ. 5 (https://youtube.googleapis.com/v/v5om22I21Oc&source=uds).


Σημείωση 1:
Με την ευκαιρία, υπάρχει ένα θεατρικό έργο με τίλτο "Mothers and sons" γραμμένο από τον Αμερικανό θεατρικό συγγραφέα Terrence McNally και το οποίο παιζόταν και φέτος στο  Broadway, κι αυτό αναφέρεται μέσα από άλλη ιστορία στη σχέση μητέρας-γιού. Να σημειώσω μάλιστα ότι ο McNally είναι και ο συγγραφέας του Corpus Christi, έργου που ανέβηκε το 2012 στην Αθήνα στο θέατρο  Χυτήριο, με τα γνωστά προβλήματα από τις παραθρησκευτικές οργανώσεις που, σε αγαστή συνεργασία με τη ναζιστική οργάνωση, ξυλοκόπησαν τους συντελεστές και  ανάγκασαν στο κατέβασμα της παράστασης.

Σημείωση 2:
Αφιερώνω την ανάρτηση στους δυο γιους μου και στον εγγονό μου. Και στον αδελφό μου και στη μάνα μου. Και στις πολλές φίλες μου που έχουν κι αυτές γιους!

Δευτέρα 10 Νοεμβρίου 2014

"Μέτρησα τη ζωή μου με πάλιωμα βιβλίων": Στυλιανός Αλεξίου, ένας άνθρωπος των Γραμμάτων και της Κρήτης



Κλείνει μεθαύριο ένας χρόνος από τότε που έφυγε, στις 12 Νοεμβρίου 2013, ο Στυλιανός Αλεξίου, ένας σημαντικός και ξεχωριστός άνθρωπος των Γραμμάτων και της Κρήτης. Γεννημένος το 1921 στο Ηράκλειο της Κρήτης, ήταν γιος του Λευτέρη Αλεξίου, αδελφού της Έλλης Αλεξίου και της Γαλάτειας Καζαντζάκη. Ο Στυλιανός Αλεξίου ήταν φιλόλογος και αρχαιολόγος, διακεκριμένος μελετητής της ελληνικής γραμματείας όλων των εποχών. Υπήρξε, ανάμεσα στα πολλά άλλα, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κρήτης και Έφορος Αρχαιοτήτων Κρήτης.

Με την ευκαιρία, ξεφυλλίζω από τη βιβλιοθήκη μου μερικά δικά του γραφτά.








Το 1990 είχε κυκλοφορήσει από το Σύνδεσμο Τοπικών Ενώσεων Δήμων & Κοινοτήτων Κρήτης (και με την εκδοτική φροντίδα της Βικελαίας Δημοτικής Βιβλιοθήκης) ένα βιβλιαράκι (ως προς το μέγεθος και μόνο η αναφορά του υποκοριστικού) με τίτλο "Η Κρητική Λογοτεχνία κατά τη Βενετοκρατία". Το βιβλίο αυτό ήταν ενταγμένο στη σειρά "Κρήτη: Ιστορία και πολιτισμός" την επιμέλεια της οποίας είχε ο αείμνηστος Νικόλαος Μ. Παναγιωτάκης (τον είχα αναφέρει και εδώ). Όλες οι εργασίες της σειράς έχουν κυκλοφορήσει και μαζί σε συγκεντρωτική δίτομη έκδοση.

Το ενδιαφέρον στο βιβλίο αυτό είναι ότι ο Αλεξίου κάνει μια σύντομη ανασκόπηση όλων των έργων που γράφτηκαν στην Κρήτη κατά τη Βενετοκρατία, αφού βέβαια σημειώσει ότι και αυτά δεν ξεκινούν από τους πρώτους αιώνες της εγκατάστασης των Βενετών στο νησί, με δεδομένες τις κοινωνικές ανακατατάξεις και τις επαναστάσεις που προκάλεσε η έλευσή τους. Έτσι, δεν διαβάζουμε μόνο για τον Κορνάρο και τον Χορτάτση, ούτε μόνο για τον Ερωτόκριτο και την Ερωφίλη, αλλά και για τον Λινάρδο Ντελλαπόρτα, για τον Μπεργαδή, για τον Μαρίνο Φαλιέρο, για τον Ανδρέα Σκλέντζα,  για τον Μάρκο Αντώνιο Φόσκολο, για τον Τζάνε Μπουνιαλή κ.ά. και για έργα όπως Διγενής Ακρίτης, Απόκοπος, Ριμάδα, Περί της ξενιτείας, Ζήνων, Βασιλεύς Ροδολίνος, Βοσκοπούλα, Φορτουνάτος και άλλα πολλά γραμμένα από επώνυμους αλλά και ανώνυμους Κρητικούς. Έχουν ενδιαφέρον οι αναφορές στις σχέσεις με τα Επτάνησα όπου κατέφευγαν για να γλυτώσουν από τη βενετική καταπίεση, καθώς και στις σχέσεις και επιδράσεις από την ιταλική λογοτεχνία της Αναγέννησης. Αναφέρεται επίσης στα γραμματολογικά χαρακτηριστικά των έργων αυτών και σημειώνει την ιδιαιτερότητα του λογοτεχνικού ύφους και της γλώσσας στα οποία είναι γραμμένα και που δεν είναι άλλη από την ζωντανή γλώσσα που μιλιόταν στην Κρήτη.  Τελειώνοντας μάλιστα την παρουσίασή του, ο Αλεξίου σημειώνει τη στροφή στα θέματα παιδείας και γλώσσας που συντελέστηκε μετά την ανάπτυξη της τάξης των Φαναριωτών στην Κωνσταντινούπολη, όπου περιορίστηκε η διάδοση των κρητικών έργων πέραν της Κρήτης και των Επτανήσων (εδώ σημειώνεται η περίπτωση του Διονυσίου Σολωμού, τον οποίο μάλιστα ονομάζει "συνειδητό από ορισμένη άποψη συνεχιστή του Κορνάρου"). Και καταλήγει:


... Η ίδρυση του ελληνικού βασιλείου, τέλος, μετά την Επανάσταση, η επίσημη τώρα εκπαίδευση, η καθιέρωση ως κρατικής γλώσσας της καθαρεύουσας, η έκδοση εφημερίδων γραμμένων στη γλώσσα αυτή και η διαμόρφωση μιας νέας λογοτεχνίας από την πρώτη ρωμαντική "σχολή των Αθηνών", καθώς και η μεγάλη διάδοση γαλλικών μυθιστορημάτων μεταφρασμένων επίσης στην καθαρεύουσα και η εισαγωγή μιας νέας μορφής του θεάτρου, συντέλεσαν στην ακόμα μεγαλύτερη λήθη της κρητικής ποίησης που τη θεωρούσαν "λαϊκή"...






Με ανάλογο θέμα καταπιάνεται και στο άρθρο του με τίτλο "Στοιχεία ποιητικής του Ερωτόκριτου" που δημοσιεύτηκε στο αφιέρωμα Ερωτόκριτος του περιοδικού "Διαβάζω" (τεύχος 454, 9/2004). Ανάμεσα στ' άλλα, σημειώνει για τη γλώσσα που χρησιμοποιεί ο Κορνάρος στον Ερωτόκριτο:


... Η ποιητική του Κορνάρου εισάγει , σε μεγάλη έκταση, για αισθητικούς λόγους, στον Ερωτόκριτο τη γλωσσική καθαρότητα. Ιταλικές λέξεις της καθημερινής πεζής ζωής και των συμβολαίων αποφεύγονται, ενώ οι στρατιωτικοί όροι μουράγια, ταμπούρλα, τρομπέτες εξελληνίζονται σε τειχιά, τύμπανα, σάλπιγγες....






Ο Στυλιανός Αλεξίου είχε ασχοληθεί βέβαια και με τα Ομηρικά έπη*. Λίγο πριν πεθάνει κυκλοφόρησε τη δική του μεταφραστική εκδοχή της Οδύσσειας, όπου δεν μεταφράζει ολόκληρο το ομηρικό έπος, αλλά επιλέγει την ανθολόγηση τμημάτων του πρωτοτύπου από όλες τις ραψωδίες, που ξεχωρίζουν ως αυτόνομα λυρικά ποιήματα, δίνουν όμως στο σύνολό τους την πλοκή ολόκληρου του έργου. Στα πολύ κατατοπιστικά εισαγωγικά κείμενα που παραθέτει, αναφέρεται αρχικά στις παλιότερες μεταφράσεις Πολυλά, Εφταλιώτη, Σίδερη, στη μετάφραση των Καζαντζάκη-Κακριδή, στη μετάφραση του Ψυχουντάκη τις οποίες αξιολογεί συνοπτικά για να διατυπώσει τη δική του οπτική στην τεχνική και στο ύφος που επιλέγει, ενώ συνεχίζει με αναφορές στο έργο "Οδύσσεια", στη γεωγραφία του και στη δομή του.

"τον πολυμήχανο ήρωα, τραγούδησέ μου, ω Μούσα,

τον άντρα που όταν κούρσεψε της Τροίας τ' άγιο κάστρο, 
περιπλανήθη στα πελάγη κι είδε ανθρώπων χώρες
και γνώρισε τη σκέψη τους, και πόνεσε η ψυχή του,
ζητώντας ο ίδιος να σωθεί, να σώσει τους συντρόφους.
Όμως αυτοί δεν γλύτωσαν, όσο κι αν το ποθούσε,
καταστραφήκαν οι άμυαλοι, απ' την αποκοτιά τους,
όταν του Ήλιου του Υπερίονα έφαγαν τα βόδια
κι εκείνος τους αρνήθηκε του γυρισμού τη μέρα.
Απ' όπου θέλεις άρχισε, θεά, του Δία κόρη."






Το 2012 κυκλοφόρησε και η ποιητική του συλλογή "Στίχοι επιστροφής", επιστροφή στο βίωμα και στην οργανωμένη μορφή του λόγου, όπως ο ίδιος σημειώνει στον Πρόλογο. Κάθε ποίημα είναι μια ανάμνηση από στιγμές που έζησε, από τόπους που επισκέφθηκε και από ανθρώπους που γνώρισε: 1940, Στον εκτελεσμένο συμμαθητή Ι.Σ., Κράσι 1937/1943, Θολωτοί τάφοι Λέντα, Κορνάρος 1610, Αθήνα '47, Αργυρούπολη Ρεθύμνης, Καστοριά, Ελβίρα, Ηράκλειο, Στιγμές, Μάταλα, Νυχτερινά ταξίδια, Απολογισμός ...


Απολογισμός
Μέτρησα τη ζωή μου
με σερβιτόρων ζωές σ' εστιατόρια επαρχίας·
με γέρασμα ηθοποιών του κινηματογράφου,
επιδερμίδες υπερφυσικές,
μάτια, μαλλιά σαν χαίτη ζώου ακμαίου,
που ασκήμισαν αργά, χρόνο με χρόνο.

Μέτρησα τη ζωή μου,
με πάλιωμα βιβλίων, ερείπωση σπιτιών,
παιδιά κι εγγόνια των παιδιών του '30.



Τέλος, η Αυγή είχε δημοσιεύσει στις 24 Νοεμβρίου 2013 ένα κείμενο του Αλεξίου που είχε πρωτοδημοσιευτεί στο περιδικό Παλίμψηστον της Βικελαίας Δημοτικής Βιβλιοθήκης με τίτλο "Από την Οδύσσεια του Ομήρου"  (Τεύχ. 2, 1986). Το άρθρο στην εφημερίδα είχε τίτλο Ο Ομηρικός "οίνοψ πόντος" και αναφερόταν  στη σημασία της ομηρικής φράσης οίνοψ πόντος


"Κρήτη τις γαῖ’ ἔστι μέσῳ ἐνὶ οἴνοπι πόντῳ..." λέει ο Όμηρος στην Οδύσσεια, κοκκινωπός είναι ο πόντος λέει ο Αλεξίου, όπως το κόκκινο κρασί, πέλαο κρασάτο κατά Καζαντζάκη-Κακριδή. Ο Αλεξίου ασχολείται με τα χρώματα που παίρνει η θάλασσα τις διάφορες εποχές του χρόνου και ιδιαίτερα το καλοκαίρι και αρχές του φθινοπώρου, τότε που το φως του ήλιου είναι έντονο. Παραθέτει αποσπάσματα από ποιήματα του Καβάφη και του Σεφέρη με τις δικές τους εκδοχές για το χρώμα του πελάγους, αναφέρεται στους αρχαίους κλασικούς και στις δικές τους πάλι εκδοχές, κάνει μια στάση στους μεταφραστές του Ομήρου, φτάνει στους παλιότερους λεξικογράφους, Άγγλους, Γάλλους, Γερμανούς, που φαντάστηκαν σκοτεινό το πέλαγος (das dunkle meer), παρουσιάζοντας έτσι μια ενδιαφέρουσα και χρήσιμη (ως προς το περιεχόμενο αλλά και τη μεθοδολογία) διερεύνηση της ορολογίας των χρωμάτων. (Εδώ θα ήθελα να σημειώσω την εργασία πάνω στην ορολογία χρωμάτων που είχε κάνει ο πολύ καλός και αγαπητός συνάδελφος και από τους πρωτεργάτες της ελληνικής ορολογίας Βασίλης Φιλόπουλος. Αξίζει να παρατηρήσει κανείς ότι κάνοντας την ομαδοποίηση των χρωμάτων ο Φιλόπουλος, στην ομάδα "μαύρο και παραπλήσιες αποχρώσεις" εντάσσει και το χρώμα κρασάτο.)


Πώς μετριέται η ζωή με πάλιωμα βιβλίων αλήθεια;

----------------------------------
 * Ο Στυλιανός Αλεξίου είχε προλογίσει μάλιστα την εκδοχή της Οδύσσειας όπως την είχε μεταφράσει ο Γιώργος Ψυχουντάκης στην κρητική διάλεκτο. (Ο Ψυχουντάκης ήταν ο περίφημος μαντατοφόρος του Πάτρικ Λη Φέρμορ στη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής στην Κρήτη, έχω διαβάσει το βιβλίο του: Psychoundakis, George. The Cretan Runner: His Story of the German Occupation. Patrick Leigh Fermor, tr. and intro. Annotated by the translator and Xan Fielding. London: John Murray, 1955). Σε εκπομπή της ΕΡΑ που άκουσα στις 27/7/2013 (ήταν σε επανάληψη, από τους απολυμένους της ΕΡΤ μετά το αντιδημοκρατικό κλείσιμο του Ιουνίου 2013) και ήταν παλιότερη συνέντευξη με το Νίκο Μαμαγκάκη (που είχε πεθάνει στις 24/7/2013 και κείνη τη μέρα γινόταν η κηδεία του στο Ρέθυμνο), ο μεγάλος συνθέτης είχε δηλώσει ότι ήθελε να μελοποιήσει την Οδύσσεια του Ψυχουντάκη, την οποία, είπε ο Μαμαγκάκης, ο Αλεξίου είχε θεωρήσει ως την καλύτερη μετάφραση. (Βέβαια, στην πραγματικότητα ο Αλεξίου κάνει μεν λόγο για το λαϊκό ταλέντο του Ψυχουντάκη, παρατηρεί όμως και πολλές αδεξιότητες και ασάφειες στη μετάφραση. Αυτά για την ιστορία.)

Τρίτη 4 Νοεμβρίου 2014

Σιωπή... Ακούει κανείς; Με αφορμή ένα άρθρο του Γιώργου Κοκκινάκου


Ακούει κανείς; (Η εικόνα από το σημερινό φύλλο των Χ.Ν.)



Διάβασα στο σημερινό φύλλο των Χανιώτικων Νέων το παρακάτω εξαιρετικά ενδιαφέρον άρθρο του Γιώργου Κοκκινάκου  "Για να μάθουμε να αφουγκραζόμαστε" το οποίο αποτελεί συνέχεια και συμπλήρωμα άρθρου που δημοσίευσε προ ημερών με τίτλο Για να μάθουμε να κουβεντιάζουμε”.

--------------------------------------------------------------------------------------------------------------------
Η σιωπή είναι καναρίνι στο μικρόφωνο
Ν. Καρούζος

Ενα πολιτικό σχόλιο έγραψα προ ημερών με τίτλο “Για να μάθουμε να κουβεντιάζουμε”· για να γίνει αυτό προϋπόθεση είναι να μάθουμε να ακούμε, μου σχολίασε ένας φίλος. Και τον άκουσα.
Ο Πυθαγόρας στη σχολή του  έβαζε τους μαθητές του, όταν πρωτοπήγαιναν στη σχολή του, επί αρκετό διάστημα πίσω από μια κουρτίνα να ακούνε χωρίς να βλέπουν το δάσκαλο, χωρίς να λένε ούτε μια λέξη. Ηταν οι λεγόμενοι “ακουστικοί”. Διότι πίστευε ότι αν δεν μάθεις να σιωπάς, δεν μαθαίνεις να ακούς, να σκέπτεσαι και να μιλάς.
Ετσι είναι. Το αντίθετο δηλαδή από αυτό που επικρατεί σήμερα. Στο δημόσιο διάλογο, αλλά και στην καθημερινή επικοινωνία των πολιτών το ζητούμενο δεν είναι η αναζήτηση της αλήθειας, αλλά η “επικράτηση” πάνω στον Άλλο. Αλλιώς στις συζητήσεις μας δεν θα ψάχναμε να βρούμε επιχειρήματα για να στηρίζουμε ακόμα και μία εμφανώς λανθασμένη άποψή μας.
Ακούω τον Άλλο, σημαίνει τον αποδέχομαι ως ύπαρξη, σημαίνει ότι ελέγχω τον εγωισμό μου, χωρίς να απειλούμαι ως οντότητα, σημαίνει ότι αποδέχομαι πως ο μισός εαυτός μου “κατοικεί” στον Άλλο. Μόνο τότε μπορείς να μπεις σε ένα δρόμο αναζήτησης της αλήθειας, σε ένα δρόμο αληθινής, βαθειάς και αυθεντικής επικοινωνίας.
Στη σιωπή, στη “βραδύτητα”, στην προσδοκία να μάθεις κάτι που δεν γνωρίζεις ευδοκιμεί η δημιουργική σκέψη. Αλλά δημιουργική σκέψη είναι να ακούς νέες ιδέες ξένες σε σένα και να έχεις την ικανότητα του μεταβολισμού τους για να προκύπτει το καινούργιο, το ρηξικέλευθο, το μελλοντικό. Η σιωπή είναι πάντα λαλέουσα, “δεξαμενή της ομιλίας”, όπως λέει ο ποιητής. Ο φωνασκός είναι κατά βάση ανασφαλής, αβέβαιος για τις κουβέντες του και περισσότερο θέλει να κρύψει κάτι παρά να δηλώσει. Φοβικός για την επαφή του με τον Άλλο, καταδικασμένος να μένει στην επιφάνεια των πραγμάτων.
Αν δε μιλήσωμε για την πολιτική αντιμαχία, τότε τα πράγματα είναι ακόμα χειρότερα. Ποιος θέλει να ακούσει ότι στην Ελλάδα έχομε την καλύτερη αναλογία ιατρών / κατοίκων 6,1 στους 1.000, με διαφορά πρώτοι απ’ όλους στις χώρες του Ο.Ο.Σ.Α.; Αλλά τη χειρότερη αναλογία γενικών ιατρών / ιατρών  4,5% μόνον, με διαφορά από όλες τις άλλες χώρες; Γερμανία 18%, Γαλλία 49%, Μ. Βρεττανία 29,8%.
Ποιος μπορεί να ακούσει ότι στην  Ελλάδα έχουμε 3,3 νοσηλευτές στους 1.000 κατοίκους, ενώ ο μέσος όρος στον Ο.Ο.Σ.Α. είναι 8,4; Ποιος θέλει να ακούσει ότι στη  χώρα μας ο ετήσιος αριθμός αξονικών τομογραφιών για κάθε 1.000 κατοίκους είναι 320,4, πρώτη χώρα στον Ο.Ο.Σ.Α. με διαφορά από τη δεύτερη Η.Π.Α. 227,9; Ποιος θέλει και μπορεί να ακούσει ή ποιος πολιτικός μπορεί να πει ότι στην Ελλάδα εκτός από το πρόβλημα των μακροοικονομικών μας (χρέος, έλλειμμα, εμπορικό ισοζύγιο, ανεργία) έχουμε ένα πρόβλημα  απόλυτης στρέβλωσης της κοινωνίας, αλλά και του “εποικοδομήματος”;

(Γιώργος Κοκκινάκος, Χανιώτικα Νέα 4 Νοεμβρίου 2014)
------------------------------------------------------------------------------------------------------------------



Για τον αγώνα επικράτησης κατά την αντιπαράθεση αξίζει να διαβάσει κανείς το έργο του Σοπενάουερ "Η τέχνη του να έχεις πάντα δίκιο" (εκδ. Πατάκη, 2011, σε μετάφραση Μυρτώς Καλοφωλιά). Ένα ενδιαφέρον βιβλίο του 19ου αιώνα που ασχολείται με τα τεχνάσματα της διαλεκτικής, ή καλύτερα της αντιπαράθεσης, αφού, όπως ο ίδιος λέει, "διαλεκτική είναι απλά η τέχνη της επικράτησης σε μια αντιπαράθεση" και ακόμα είναι "η τέχνη του διαξιφισμού με σκοπό την επικράτηση σε μια αντιπαράθεση". 

Διαχωρίζει την αντικειμενική αλήθεια από τη φαινομενική και μας γυρίζει πίσω στους φιλοσόφους της αρχαιότητας, στους σοφιστές, στο Σωκράτη και τον Πλάτωνα και στον Αριστοτέλη για να μας παρουσιάσει τις θέσεις τους για τη λογική σε σύγκριση με τη διαλεκτική, την εριστική και τη σοφιστική, ορίζοντας μάλιστα τα τρία τελευταία ως εριστική διαλεκτική. Παρουσιάζει τεχνάσματα που χρησιμοποιούνται κατά την αντιπαράθεση με σκοπό την επικράτηση χωρίς πραγματικό ενδιαφέρον για την αντικειμενική αλήθεια, π.χ. διεύρυνση του θέματος για να υπάρξει δυνατότητα διάψευσης του αντιπάλου, γενίκευση των συγκεκριμένων θέσεων του αντιπάλου, παρουσίαση ψευδών δεδομένων ως αληθινών ώστε τα συμπεράσματα να φαίνονται επίσης αληθή κτλ. Βέβαια, είναι εμφανής και ο πεσιμισμός του Σοπενάουερ, ο οποίος θεωρεί ότι όλα αυτά τα κακά οφείλονται "στην εγγενή ποταπότητα της ανθρώπινης φύσης" και "στην έμφυτη ματαιοδοξία των ανθρώπων" που μιλούν πριν ακόμη σκεφτούν.

Ενδιαφέρον έχει και η εισαγωγή του A.C. Grayling, ο οποίος, αφού αναρωτιέται αν το ύφος του συγγραφέα είναι ειρωνικό ή αν πιστεύει αυτά που γράφει και παίρνοντας υπόψη το έργο του "Πάρεργα και Παραλειπόμενα" που εκδόθηκε όσο ζούσε (σε αντίθεση με το παρόν που εκδόθηκε μετά το θάνατό του), καταλήγει ότι ο Σοπενάουερ δεν ήταν Μακιαβέλι αλλά το έργο αυτό αποτελεί "σπουδή στην ειρωνεία".





Ο Κοκκινάκος αναφέρεται επίσης στη σιωπή. Ο λαός μας λέει "η σιωπή είναι χρυσός". Εμένα μου 'ρχεται στο νου το βιβλίο του George Steiner "Η σιωπή των βιβλίων" (Ολκός, 2009). Το έχω διαβάσει εδώ και χρόνια μόλις εκδόθηκε, όμως εδώ θα ήθελα να παραθέσω ένα απόσπασμα από το κείμενο που έγραψε για το βιβλίο ο Νικόλας Σεβαστάκης σε άρθρο του  στην Ελευθεροτυπία (10/5/2008) και το οποίο βρήκα στον τόμο "Η τυραννία του αυτονόητου". Γράφει λοιπόν ο Σεβαστάκης:



"... η σιωπή της ανάγνωσης, η άσκηση της προσοχής, η προσωρινή αποκοπή του αναγνώστη από τα παιχνίδια της ανταλλαγής αγαθών και υπηρεσιών τείνει να θεωρηθεί νεκρός χρόνος, απολίθωση ή ανεπιθύμητο γήρας. Η ανάγνωση - περισυλλογή κοντεύει να γίνει το πιο επίπονο άθλημα, καθώς οι κοινωνίες μετατρέπονται σε ευδαιμονικά πληκτρολόγια που τα χειριζόμαστε με την ευκολία της αναπνοής. Η στοχαστική σχέση με τα πράγματα και ή ίδια η δυνατότητα της ονειροπόλησης υποκύπτουν σε άπειρα ακούσια σάουντρακ που δεν επιτρέπουν καμιά εσωτερικότητα..."

Μάλιστα, επικαλείται τον Τσέχο φιλόσοφο Γιάν Πάτοτσκα (αμετάφραστο στην Ελλάδα) που είπε ότι "απειλείται μία από τις πιο πολύτιμες πηγές ελευθερίας, η εσωτερική μας εμπειρία ως επιμέλεια ψυχής".


Ίσως και να ξεχώρισα το άρθρο του Κοκκινάκου από την τελευταία φράση του κειμένου του με την αναφορά στο εποικοδόμημα. Εντελώς συμπτωματικά, σε μήνυμα που έστειλα σήμερα το πρωί  σ' ένα φίλο έγραφα περίπου: "... πιστεύω στο ρόλο του εποικοδομήματος, ίσως δεν είναι ευθέως μαρξιστικό αυτό, δεν είναι ότι έχω εξασφαλίσει τα προς το ζην και επομένως δεν με νοιάζει, αλλά πιστεύω ότι αυτά συνδέονται πολύ..." κτλ. κτλ. Πολύ ωραία τα περιγράφει όμως ο Raymond Williams* στο Marxism and Literature ("Μαρξισμός και Λογοτεχνία", Oxford University Press, 1977) που περιλαμβάνεται στην ελληνική έκδοση του "Κουλτούρα και Ιστορία" (μαζί με το "Long Revolution", από τις εκδόσεις Γνώση, 1994, με μετάφραση και πολύ αναλυτική εισαγωγή από την Βενετία Αποστολίδου). Δεν είναι δυνατόν να παρουσιάσω εδώ τον πλούτο των εννοιών που αναλύει ο Williams (άλλωστε δεν είμαι και ειδική στις λεγόμενες πολιτισμικές σπουδές και σίγουρα οι αναλύσεις μου δεν θα είναι οι καλύτερες), θα ήθελα όμως να σημειώσω την επιμονή του στην αντίληψη για το αδιάσπαστο των στοιχείων που σχετίζονται με τη βάση και το εποικοδόμημα, παραγωγικές δυνάμεις, οικονομικές συνθήκες, κοινωνικό περιβάλλον, ανθρώπινος παράγοντας κτλ.


Σάρωση από Κατερίνα Τοράκη



*  Βρετανός  διανοητής της αριστεράς, κριτικός της λογοτεχνίας και θεωρητικός ζητημάτων κουλτούρας,  συγγραφέας των βιβλίων "Long Revolution", "Keywords", "Culture and Society" κ.ά. (στα ελληνικά "Κουλτούρα και Ιστορία), δάσκαλος του επίσης Βρετανού Terry Eagleton ("Η έννοια της Κουλτούρας", "Γιατί ο Μάρξ είχε δίκιο" κτλ.). Πληροφορίες επίσης εδώ:http://en.wikipedia.org/wiki/Raymond_Williams.




Υστερόγραφο 1:

Ο Κοκκινάκος χρησιμοποιεί το αφουγκράζομαι κι εγώ έβαλα στον τίτλο το ακούω. Σύμφωνα με το Λεξικό του Τριανταφυλλίδη, αφουγκράζομαι θα πει προσπαθώ να ακούσω, ακούω με προσοχή, ενώ ακούω θα πει έχω την αίσθηση της ακοής, αντιλαμβάνομαι, πληροφορούμαι... Έχω την αίσθηση ότι κανείς μπορεί ν' ακούει αλλά να μην αφουγκράζεται. Μήπως ν' άλλαζα τον τίτλο της ανάρτησης; Πάντως, ο Κοκκινάκος σωστά το τοποθέτησε θαρρώ...

Υστερόγραφο 2:

Προ καιρού είχα αναφερθεί σε ένα ντόμινο ανάγνωσης με αφορμή κάποια διαβάσματα. Σήμερα, προέκυψε άλλο ένα ντόμινο. Νάναι καλά ο Γιώργος Κοκκινάκος και ο αστείρευτος σε περιεχόμενο λόγος του!