Δευτέρα 18 Απριλίου 2016

Ο άνθρωπος που αγαπούσε τα σκυλιά, του Λεονάρδο Παδούρα



Ο "Άνθρωπος που αγαπούσε τα σκυλιά" (Καστανιώτης, 2011, σε μετάφραση Κώστα Αθανασίου), το μυθιστόρημα του Κουβανού συγγραφέα Λεονάρδο Παδούρα είναι η ιστορία δολοφονίας του Τρότσκι από τους ανθρώπους του Στάλιν μετά από εντολή του. Και πάνω από αυτό, μια ανατομία του σταλινικού μοντέλου όπως εκφράστηκε καταρχάς μέσα στην ίδια τη Σοβιετική Ένωση, τόσο όσο ζούσε ο Στάλιν κύρια στη δεκαετία του '30 με τις ανατριχιαστικές και αποτρόπαιες στην ιδέα και στην υλοποίηση δίκες της Μόσχας, όσο και μετά το θάνατό του όταν η σκιά του απλωνόταν στις δομές και στις αντιλήψεις των επιγόνων του, αλλά και αλλού όπου μπόρεσε να επηρεάσει και να μπολιάσει (δυστυχώς) με το σαράκι της καχυποψίας, της ανελευθερίας, του αυταρχισμού, της δίωξης του διαφορετικού ή απλά του άλλου ...

Έτσι, ο Παδούρα μας δίνει μια εκπληκτική παρουσίαση αυτής της εικόνας στην Ισπανία την περίοδο του εμφυλίου (80 χρόνια φέτος από την έναρξή του), της Κούβας μετά την επανάσταση αλλά και μετά την πτώση και την παύση της βοήθειας από τη Σοβιετική Ένωση. Είναι ευρηματικός ο τρόπος δομής του μυθιστορήματος, τρεις ιστορίες σε διαφορετικά μέρη του κόσμου, με διαφορετικές ομάδες ανθρώπων, σε διαφορετικές ιστορικές περιόδους, που όμως όλα δένονται μεταξύ τους πολύ καλά.

Η ιστορία του Ιβάν στην Κούβα, δεκαετία του '70 και αργότερα, η πείνα μετά το '89, ο θάνατος της γυναίκας του μάλλον από αβιταμίνωση, οι προσπάθειες αλλά και οι συντηρητικές αντιλήψεις της κουβανικής κυβέρνησης, το κυνηγητό στους αντιφρονούντες και στους ομοφυλόφιλους. Η γνωριμία του Ιβάν με τον Ραμόν Μερκαντέρ.
Η ιστορία του Ραμόν Μερκαντέρ, του δραστήριου μαχητή του Ισπανικού Κομμουνιστικού Κόμματος κατά τη διάρκεια του εμφυλίου στην Ισπανία, ο ισπανικός εμφύλιος, η πείνα, οι ουρές για ψωμί, η άνοδος του φασισμού, οι διαμάχες κομμουνιστών με αναρχικούς, οι σχέσεις με το σοβιετικό καθεστώς. Η ανάθεση δολοφονίας του Τρότσκι.
Η ιστορία του Τρότσκι, οι περιπλανήσεις του, από τη Σοβιετική Ένωση όπου ήταν ανεπιθύμητος, στην Τουρκία, στη Γαλλία, στη Δανία, στην Αμερική, στο Μεξικό, στιγμές από την καθημερινή ζωή και δράση του, στοιχεία του χαρακτήρα του, εικόνες από την οικογένειά του και τις επιπτώσεις των κυνηγητών πάνω στη δική τους ζωή, η φιλία με Φρίντα Κάλο και Ντιέγκο Ριβέρα.

Ο Τρότσκι δολοφονήθηκε το 1940. Ο Μερκαντέρ βρέθηκε στη Σοβιετική Ένωση, ξαναγύρισε στην Αμερική, πέθανε στην Κούβα το 1978. Θα ήθελα να διαβάσω και το βιβλίο του Σεμπρούν "Ο δεύτερος θάνατος του Ραμόν Μερκαντέρ".


Ο Παδούρα επισκέφθηκε τη χώρα μας το 2013 και στις 26 Ιουνίου τον είχαμε παρακολουθήσει στην πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση που διοργάνωσαν οι εκδόσεις ΚαστανιώτηΗ απλή αναφορά δεν αρκεί για τον σπουδαίο Ανταίο Χρυσοστομίδη που τόσο πρόωρα έφυγε το περασμένο καλοκαίρι, ψυχή της εκπομπής "Οι κεραίες της εποχής μας" μαζί με την Μικέλα Χαρτουλάρη και συγγραφέα των ομώνυμων βιβλίων από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Και φυσικά δεν πρέπει να παραλείψουμε την αναφορά στον Κώστα Αθανασίου, τον πολύ καλό μεταφραστή ισπανόφωνης λογοτεχνίας, που με τη μετάφρασή του, κάνει λες λογοτεχνία μέσω της μετάφρασης (εξάλλου, στη μετάφραση λογοτεχνίας, αυτό είναι το ζήτημα ή και το ζητούμενο πολλές φορές).


Και με την ευκαιρία, επειδή δίνονται πολλές πληροφορίες και λεπτομέρειες για τη διαμονή του Τρότσκι στο Μεξικό, παραθέτω κάποιες πληροφορίες. Σημαντικές πληροφορίες βρήκα εδώ. Όταν έφτασε ο Τρότσκι με τη γυναίκα του στο Μεξικό, αρχικά έμειναν στο Μπλε Σπίτι (Casa Azul) της Φρίντα Κάλο και του Ντιέγκο Ριβέρα. Το Μπλε Σπίτι  σήμερα είναι Μουσείο Φρίντα Κάλο, στο οποίο μπορεί κανείς να κάνει και μια εικονική περιήγηση

Αργότερα, μετακόμισαν παρακάτω, στο σπίτι όπου έμεινε μέχρι το τέλος, δολοφονημένος από τον Ραμόν Μερκαντέρ. Το σπίτι αυτό είναι σήμερα Μουσείο Λέον Τρότσκι, όπου μπορεί κανείς επίσης να βρει ενδιαφέρονατα πράγματα.



Επιστρέφοντας στο, εμβληματικό για μένα, μυθιστόρημα του Παδούρα και σημειώνοντας ότι είναι πολλά τα σημεία στα οποία θα μπορούσα να σταθώ, ας μεταφέρω μόνο τις εικόνες των προσφύγων που περιγράφει όταν ο Μερκαντέρ έφυγε από την Ισπανία για τη Γαλλία, τότε που έπεσε η Βαρκελώνη, στα τέλη του '38 με αρχές του '39, και 

"... έφτασε σ' ένα ύψωμα που τον υποδέχτηκε η νοσηρή δυσωδία της ήττας και όπου τα πρόσωπα οδηγούσαν σαν κοπάδια οι Σενεγαλέζοι στρατιώτες οι οποίοι έλεγχαν τους πρόσφυγες".

Και συνεχίζει:

"Μια παλίρροια από ανθρώπους, καλυμμένους με κουρελιασμένα πανιά, που ταξίδευαν πάνω σε κάποια, λίγα, αυτοκίνητα ή στοιβαγμένοι σε σαραβαλιασμένα αμάξια, που τα τραβούσαν λιμοκτονούντα άλογα, ή απλώς πήγαιναν περπατώντας, σέρνοντας βαλίτσες και μπόγους όπου είχαν συσσωρεύσει όλα τα υπάρχοντα της ζωής τους, δέχονταν σιωπηλά διαταγές ακατανόητες γι' αυτούς, που τις κραύγαζαν στα γαλλικά και τις τόνιζαν με εκφοβιστικές χειρονομίες και απειλητικά ρόπαλα. Ήταν κόσμος που είχε ριχτεί σε μια έξοδο βιβλικών διαστάσεων, σπρωγμένος μόνο από τη θέληση να επιβιώσει, πλάσματα που κουβαλούσαν ένα τεράστιο φορτίο από απογοητεύσεις και απώλειες, ολοφάνερες σε κάτι βλέμματα από τα οποία είχε χαθεί ακόμα και η αξιοπρέπεια".

Υστερόγραφο: 

Μήπως μας ξενίζει η περιγραφή; Ή μήπως μας φαίνεται οικεία; Να σημειώσω ότι το παραπάνω αναφέρεται στο χειμώνα 1938-39 και ότι το βιβλίο του Παδούρα πρωτοκυκλοφόρησε το 2009. Ο άνθρωπος δεν είχε δει τη Λέσβο, ούτε την Ειδομένη, ούτε τον Πειραιά, ούτε τη Λαμπεντούζα, ούτε την Πύλο. Τελικά, εικόνες με ανθρώπους "περπατώντας, σέρνοντας βαλίτσες και μπόγους όπου είχαν συσσωρεύσει όλα τα υπάρχοντα της ζωής τους" είναι εικόνες του πολιτισμού μας, φαίνεται... Φοβάμαι μην τις συνηθίσουμε, μην τις συνηθίσουν και τα παιδιά μας και τα παιδιά των παιδιών μας...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου