Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα μετάφραση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα μετάφραση. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Τετάρτη 29 Νοεμβρίου 2017

«Κόμποι και λόγων ευμορφία»: η γλώσσα της λογοτεχνίας από την πλευρά μιας αναγνώστριας


 «Από τα μυριάδες μυστικά σήματα, που μ' αυτά είναι διάσπαρτος ο κόσμος και που αποτελούν άλλες τόσες συλλαβές μιας άγνωστης γλώσσας, να συνθέσεις λέξεις και από τις λέξεις φράσεις που η αποκρυπτογράφησή τους να σε φέρνει πιο κοντά στην βαθύτερη αλήθεια», είπε ο Οδυσσέας Ελύτης στην ομιλία του κατά την απονομή του βραβείου Νόμπελ στις 8 Δεκεμβρίου 1979, και νομίζω αυτές οι λέξεις ορίζουν και τη σχέση λογοτεχνίας και γλώσσας. Η γλώσσα, οι αρετές, η ομορφιά και το ήθος της, είναι οι έννοιες που διατρέχουν όλη την ομιλία αλλά και όλο το έργο του Έλληνα ποιητή, εξάλλου «μονάχη έγνοια η γλώσσα μου» τραγούδησε στο Άξιον Εστί. 

Το θέμα μας, λοιπόν, είναι η σχέση γλώσσας και λογοτεχνίας. Θα ήθελα, ξεκινώντας, να αιτιολογήσω το πρώτο μέρος του τίτλου της παρουσίασής μου, «Κόμποι και λόγων ευμορφία». Η φράση προέρχεται από τον Κύκλωπα του Ευριπίδη (στ. 317), όπου ο Πολύφημος ομολογεί στον Οδυσσέα ότι προτιμά τις υλικές απολαύσεις αντί για … λόγια του αέρα, λέγοντας «ὁ πλοῦτος, ἀνθρωπίσκε, τοῖς σοφοῖς θεός, / τὰ δ᾽ ἄλλα κόμποι καὶ λόγων εὐμορφία», [1] Οι φιλόλογοι μπορεί να βρουν και βαθύτερο νόημα στους στίχους αυτούς, μπορεί ο Ευριπίδης να ήθελε να τονίσει τη δύναμη των λέξεων με τα λόγια που βάζει στο στόμα του Κύκλωπα.[2] Η δική μου συνάντηση με τη συγκεκριμένη φράση έγινε στον Κωστή Παλαμά και συγκεκριμένα σε πρόσφατη έκδοση με τίτλο «Κωστής Παλαμάς: σημειώματα στο περιθώριο» (Στιγμή, 2017), όπου περιέχονται σημειώματα που έγραφε ο ποιητής στα περιθώρια των βιβλίων που διάβαζε, καθώς και «σιγοκουβεντούλες με τον εαυτό του», όπως λέει ο ίδιος. Σε ένα τέτοιο σημείωμα, αρ. 123 στο βιβλίο, που έχει ως θέμα την ουσιαστική αντιμετώπιση της δημοτικής γλώσσας και του δημοτικισμού, γράφει ο Παλαμάς:

«Δημοτική γλώσσα και δημοτικισμός έξω από τους ανθρώπους του λόγου που τη μεταχειρίζονται γράφοντάς την δειλά, τολμηρά, σοφά, κομπογιαννίτικα, μισά, ακέρια, όλοι, με την αξιοτίμητη πρόθεση να κάμουν έργο ομορφιάς ή έργο κοινωνικής ωφέλειας ή και τα δύο μαζί […] δεν υπάρχουν, αέρας φρέσκος είναι

Και καταλήγει το σημείωμά του:

«Δοξολογίες από τη μια μεριά για τη δημοτική γλώσσα κι αναθέματα από την άλλη μεριά, δεν ξέρω ποιων μαλλιαρισμών και ποιων ψυχαρισμών, τι νόημα έχουν δεν καταλαβαίνω. Κόμποι και λόγων ευμορφία, θα έκραζε ο αρχαίος εκείνος μαλλιαρός, ο Ευριπίδης».

Στην προσπάθεια να συμμαζέψω τις λέξεις μου πιο κοντά στον υπότιτλο της παρουσίασης, «η γλώσσα της λογοτεχνίας από την πλευρά μιας αναγνώστριας», επέλεξα να αναφερθώ επιγραμματικά σε μερικά ζητήματα που μπορεί να προβληματίζουν τους αναγνώστες και για τα οποία οι συγγραφείς συνομιλητές θα μπορούσαν ίσως να εκφράσουν κάποιες σκέψεις τους.

Στην Ορολογία, αλλά και στα άλλα επιστημονικά πεδία λέμε πως η γλώσσα είναι μέσον επικοινωνίας[3], όμως ο ποιητής μας διορθώνει όμορφα, υποδεικνύοντας ότι η γλώσσα «συμβαίνει ν' αποτελεί και εργαλείο μαγείας και φορέα ηθικών αξιών».[4] Η γλώσσα έτσι κι αλλιώς δεν είναι ένα ουδέτερο μέσον επικοινωνίας, αλλά έχει πολιτισμικά και ιδεολογικά χαρακτηριστικά, ενώ διαμορφώνεται από κοινωνικές, πολιτικές και άλλες καταστάσεις, όπως θα δούμε και παρακάτω. 

Τι είναι η γλώσσα και οι λέξεις για τους λογοτέχνες; Και πολύ περισσότερο ίσως για τους ποιητές; 

«Δοκίμασα λέξεις ανεκτίμητες», είπε ο ποιητής Κώστας Πασβάντης.[5]

«Άνθρωπος, δέντρο μεστό εικόνων, μες στις / λέξεις που είναι άνθη που είναι καρποί που είναι πράξεις», είπε ο Οκτάβιο Πας.[6]

«Η ζωή είναι γλώσσα και λέξεις», λέει ο Βασίλης Αλεξάκης στο «Οι ξένες λέξεις».[7]

Τι θα πει λογοτεχνικότητα και πώς η γλώσσα επηρεάζει ή και καθορίζει τη λογοτεχνική ποιότητα ή την ποιοτική λογοτεχνικότητα ενός κειμένου;

«Η όποια λογοτεχνικότητα του κειμένου μόνο μέσω της γλώσσας θα μπορούσε να υποστηριχθεί», λέει η Μάρω Δούκα για να υποστηρίξει τον τρόπο που δένει τη μυθοπλασία στα έργα της δίνοντας και το στίγμα της διάκρισης των χρήσεων της γλώσσας για τη συγγραφή ενός απλού και ενός λογοτεχνικού κειμένου.[8] Η λογοτεχνικότητα, λοιπόν, ορίζεται και υποστηρίζεται από τη γλώσσα; Να ένα ερώτημα για συζήτηση. Από την άλλη, ορμώμενη από τον όμορφο στίχο του Ανδρέα Εμπειρίκου «πάρε τη λέξη μου, δώσε μου το χέρι σου», ακόμη κι αν ο ποιητής τον απηύθυνε σε συγκεκριμένη γυναίκα, μπορούμε να πούμε ότι οι λογοτέχνες μας χαρίζουν τις λέξεις τους για να απολαύσουμε το έργο τους· για να δημιουργήσουν όμως αυτό το έργο χρειάζονται να αφουγκράζονται τον παλμό του έξω από αυτούς κόσμου, να συνομιλούν με τον κόσμο, με την εποχή και την ιστορία του.

Διάβασα σε μια πρόσφατη ανάρτηση ενός ιστολογίου: «το βιβλίο στο πρωτότυπο είναι πολύ καλογραμμένο, με γλώσσα και ροή που σπάνια συναντάς στην επιστημονική φαντασία. Είναι κρίμα λοιπόν που τόσο το αδικεί η ελληνική εκδοχή του και στερεί τη λογοτεχνική απόλαυση». Η λογοτεχνική απόλαυση ή η απόλαυση του λογοτεχνικού κειμένου, λοιπόν, είναι μια έννοια απαραίτητη για τους αναγνώστες, με τη γλώσσα να παίζει τον καθοριστικό ρόλο στην αποδοχή καταρχάς του έργου ως αναγνώσματος, συχνά ανεξάρτητα και από την αποδοχή ή όχι του περιεχομένου του. Κι εδώ προκύπτει ένα ερώτημα αν αυτό μπορεί να συμβαίνει, αν δηλαδή μπορούν να διαφοροποιούνται στο λογοτεχνικό ανάγνωσμα η γλώσσα (ύφος κτλ.) από το περιεχόμενο.

Ως αναγνώστρια, έρχομαι σ’ επαφή, κατανοώ, θαυμάζω, απολαμβάνω, αντιδρώ για ένα έργο μέσα από τη γλώσσα στην οποία το διαβάζω. Αν πρόκειται για έργο στη μητρική γλώσσα, ισχύουν τα παραπάνω, γνωρίζομαι δηλαδή απευθείας και κατά κάποιο τρόπο επικοινωνώ με τον ή τη συγγραφέα που γράφει στη γλώσσα μου. Τι γίνεται όμως στα μεταφρασμένα; Σε αυτά, οπωσδήποτε βλέπω τη δομή, την πλοκή, την ιστορία του έργου· τη γλώσσα όμως; Εδώ, μεσολαβεί ο μεταφραστής ή η μεταφράστρια, και επομένως ο ρόλος της ίδιας της γλώσσας – γλώσσας-πηγής και γλώσσας-στόχου – είναι καθοριστικός ώστε να μπορεί να μεταφέρεται η αλήθεια του πρωτότυπου έργου, αλλά και η μαγεία του, η μαγεία που μπορεί να κρύβεται πίσω από λέξεις και πίσω από νοήματα.[9]

Σχετικό ζήτημα και ζητούμενο είναι η ποιότητα της μετάφρασης, πράγμα που σχετίζεται με την απόλαυση του ίδιου του κειμένου (μεταφράσματος), αλλά και με την πιστότητα, την ακρίβεια, την ορθότητα και άλλων χαρακτηριστικών του μεταφράσματος ως προς το πρωτότυπο (για τα οποία, βέβαια, δεν είμαι αρμόδια να μιλήσω όταν η μετάφραση αφορά λογοτεχνικό έργο). Εδώ όμως μπορεί συχνά να απαιτείται ειδική προσπάθεια από τους μεταφραστές, ώστε να αποδίδεται σωστά το έργο. Σε βιβλίο μεταφρασμένο από τα γερμανικά, υπάρχει αναφορά σε «ορυχείο εξόρυξης χάλυβα», πράγμα που είναι λάθος, αφού ο χάλυβας δεν εξορύσσεται σε ορυχείο, όπου εξορύσσονται τα μεταλλεύματα σιδήρου, αλλά είναι κράμα σιδήρου με άλλα μέταλλα και παράγεται στην υψικάμινο. Δεν ξέρω πώς είναι διατυπωμένο στην πρωτότυπη γλώσσα, αλλά προφανώς η μεταφράστρια δεν γνώριζε το θέμα (θα έλεγα ότι αν το λάθος ξεκινούσε από το πρωτότυπο και η μεταφράστρια γνώριζε πως ήταν λάθος, θα διόρθωνε το κείμενο, παραθέτοντας, ίσως, και μια υποσημείωση με τη σχετική πληροφορία).

Η Γερμανίδα συγγραφέας Χέρτα Μίλερ έχει πει ότι δυσκολεύεται να εμπιστευτεί τις μεταφράσεις γιατί σε κάθε γλώσσα υπάρχουν διαφορετικά μάτια πίσω από τις λέξεις. Η αλήθεια είναι ότι δυσκολεύομαι να αποδεχτώ την άποψή της, γιατί αυτό θα στένευε πολύ τον κόσμο μου…

Ένα άλλο θέμα είναι η χρήση ξενόγλωσσων λέξεων ή φράσεων. Συχνά χρησιμοποιούνται μέσα στο λογοτεχνικό κείμενο λέξεις ή φράσεις από άλλη γλώσσα χωρίς να μεταφράζονται. Ο συγγραφέας ή ο μεταφραστής θα μπορούσε να προβλέψει ότι ο αναγνώστης μπορεί και να μην καταλαβαίνει στην άλλη γλώσσα, ακόμη και αν είναι η αγγλική, και επομένως μια υποσημείωση θα βοηθούσε στην ανάγνωση.

Άλλη περίπτωση είναι η χρήση ελληνοποιημένων ξενόγλωσσων τύπων μέσα στο κείμενο (πεζό ή ποίημα)· προκύπτει ένας προβληματισμός αν οι τύπο αυτοί συνιστώνται, αν γίνονται αποδεκτοί και αν συμβάλλουν ή όχι στην αισθητική του κειμένου. Δίνω, για παράδειγμα, το ποίημα Το ασανσέρ του ποιητή Γιώργη Μανουσάκη:

Η ποίηση είν’ ένα ασανσέρ.
Λίγους χωρεί.
Εκείνοι που είν’ απ’ έξω
Χτυπούν αδιάκοπα τις πόρτες
Πιέζουνε κουμπιά.
Οι μέσα αρνούνται
να σταματήσουν.
Φοβούνται μήπως
μια νέα είσοδος
σημάνει τη δική τους έξοδο,
απ’ τ’ ασανσέρ.

Βέβαια, ο ίδιος μιλά για τη χρήση της γλώσσας και καταγγέλλει την κακοποίησή της από τους «επαγγελματίες της γραφής» ή από «στόματα που οξειδώνουν τις άγιες λέξεις».[10] Έτσι στο ποίημα Λέξεις Ι (1969) λέει:

Βουλώστε με χώμα
τα στόματα που οξειδώνουνε 
τις άγιες λέξεις.
Τούτες τις λέξεις τις πίστεψα.
Μ’ αυτές εζύμωσα το ψωμί μου
ύφανα το χιτώνα μου
μ’ αυτές θεμέλιωσα την καλύβα μου
στην ακμή της αβύσσου.
Άν φέγγουν στο σκοτάδι
είναι γιατί πυραχτωθήκαν
απ΄ τους πόθους μου.
Γι’ αυτούς δεν είναι παρά μια μονάδα
γι’ αναίσχυντη κερδοσκοπία.

Ενώ στο Λέξεις ΙΙ (1977) λέει:

Οι λέξεις οι άγιες έχουν καταντήσει
Σα βότσαλα θαμπά και λεία
Από τη χρήση ανίδεων τσαρλατάνων.
Τις λες, τις γράφεις – μένουν αδρανείς
Δεν αντιδρούνε.
Πρέπει
να τις ανακαλέσεις απ’ το στόμα
γέρων παππούδων πεθαμένων
τραχιές, τσουγκράτες, όπως τις θυμάσαι,
να τους χαρίσεις αίμα απ’ την καρδιά σου
για να σπιθίσουν πάλι στ’ άγγιγμα 
σαν τσακμακόπετρες, να ιριδίσουν
καθώς θα τις διαπερνά το φως.

Και τελικά, τι είναι αυτό που αναζητώ διαβάζοντας λογοτεχνία; Αναζητώ την εύκολη αφήγηση, την εύκολη ροή της ιστορίας; Και πού είναι η γλώσσα και οι λέξεις; Τι αποζητώ από τη γλώσσα; Η Μάρω Δούκα, πάλι, όταν μιλά για τον Καραγάτση, «έναν μυθιστοριογράφο που έμελλε να θαυμάσω απεριόριστα χωρίς ποτέ να θελήσω να οικειοποιηθώ», λέει, περιγράφει τη γλώσσα του με τα παρακάτω λόγια: «προκλητικά έως και «πεζολογικά» περιγραφική η δημοτική του αφηγητή-συγγραφέα αλλά και πυκνή και λιτή, άλλοτε πάλι ψυχρή και άλλοτε σαν αδιάφορη, απογυμνωμένη από περίτεχνα καλολογικά στοιχεία, διεκπεραιωτική, ένας γραπτός λόγος στρωτός, λόγος χρονογραφήματος σε εφημερίδα, ενσωματωμένος χωρίς εξάρσεις και χωρίς φιλοδοξίες στην προφορική, καθημερινή ομιλία».[11]

Περίτεχνα καλολογικά στοιχεία θα βρούμε όμως στον Καζαντζάκη, ο οποίος σε όλα του τα έργα, αλλά και πολύ περισσότερο στους 33.333 στίχους της δικής του Οδύσσειας, χρησιμοποιεί μια ιδιαίτερη έως και εξεζητημένη γλώσσα, πλήθος ιδιωματισμών, κυρίως από την κρητική διάλεκτο, αλλά και νέων λέξεων που ο ίδιος κατασκεύασε. Αυτός ο ιδιαίτερος πλούτος οδήγησε μάλιστα τον Παντελή Πρεβελάκη να συντάξει σχετικό γλωσσάρι, αλλά και να εκπονηθούν σχετικές μελέτες· εξάλλου, ο Νίκος Μαθιουδάκης αναφέρει ότι ο Καζαντζάκης «αποτελεί ένα αντιπροσωπευτικό δείγμα ενός διανοητή συγγραφέα που αναζητούσε συνεχώς την καταλληλότερη εκφραστικά και την πιο δυσεύρετη λέξη για να αποδώσει με ακρίβεια και σαφήνεια την ποιητική του ιδέα».[12]

Και λέει ο Καζαντζάκης στην Οδύσσεια:

Γοργοδρασκέλουν μαύρο φάραγγα κι αγριμοκυνηγούσαν 

……………………..

Θαμπώθηκαν στον ίσκιο οι δούλοι του, και φλογαντηλάρησαν [13]
τα καπνισμένα μεσοδόκαρα του πατρικού σπιτιού του.

……………………………….

Μα τότε, μπρούμυτα ως αρπάζουνταν ο Χάλικας στην πλώρα, 
ξεχώρισε μες στο αφροπέλαγο γαλάζο κορφοβούνι 
γυαλιστερό, στο θαλασσόφρυδο ν’ ανεβοκατεβαίνει.

Άλλο θέμα είναι η δυσκολία της γλώσσας του ποιητή ή του πεζογράφου.[14] Εδώ, μπορεί να οφείλεται στα γλωσσικά στοιχεία, ακόμη και στα καλολογικά που ήδη αναφέραμε, αλλά κυρίως στα ιδιωματικά στοιχεία ή τα στοιχεία ειδικής γλώσσας (ως προς το θεματικό πεδίο, που μπορεί να χρησιμοποιεί ο λογοτέχνης). Περίπτωση σύγχρονων έργων που χρησιμοποιούν ιδιωματική γλώσσα είναι π.χ. τα έργα του Σωτήρη Δημητρίου, ο οποίος χρησιμοποιεί το ηπειρωτικό ιδίωμα. Κι ενώ σε αυτές τις περιπτώσεις, ο συγγραφέας είναι συνήθως και γνώστης της ιδιωματικής γλώσσας που χρησιμοποιεί, μπορεί να μη συμβαίνει το ίδιο εάν καταπιάνονται με ένα ειδικό θέμα και χρησιμοποιούν ειδική γλώσσα· εκεί δυσκολία δεν υπάρχει μόνο για τους αναγνώστες, αλλά και για τους ίδιους τους συγγραφείς και τους μεταφραστές. Τέτοια έργα είναι, ενδεικτικά, π.χ. το Σουέλ της Ιωάννας Καρυστιάνη που είναι γεμάτο ναυτική ορολογία (όπως και του Καββαδία, φυσικά), τα έργα του Τεύκρου Μιχαηλίδη ως συγγραφέα και ως μεταφραστή (όντας μαθηματικός ό ίδιος)[15], έργα του Ίαν Μακ Γιούαν όπως «το Σάββατο» (όπου το έργο απαιτεί αναφορά σε ιατρικά θέματα) κ.ά. Συχνά τα έργα αυτά περιέχουν γλωσσάριο, όπως είναι το «Γκιακ» του Δημοσθένη Παπαμάρκου που γράφει μέρος των κειμένων στα αρβανίτικα, το «Δραπέτις» της Βικτωρίας Θεοδώρου, το «Σουέλ» της Καρυστιάνη, η «Ανθολογία» του Σικελιανού και αρκετά άλλα.[16]

Το ύφος στη λογοτεχνία είναι ένα θεωρητικό ζήτημα που απασχολεί τους μελετητές της γλώσσας, φιλόλογους και μεταφραστές.[17] Όμως, οι «απλοί» αναγνώστες πώς προσλαμβάνουμε το αποτέλεσμα και πώς το αποδεχόμαστε ή το αποβάλλουμε; Μπορούμε να παραθέσουμε μια σειρά παραγόντων και να προβληματιστούμε αν και σε ποιο βαθμό επηρεάζουν την πρόσληψη του λογοτεχνικού έργου στοιχεία όπως είναι η ηλικία, το φύλο, το επίπεδο (τυπικής) εκπαίδευσης (σκόπιμα δεν λέω μόρφωσης όπως συνηθίζεται), η κοινωνική κατάσταση (ή «θέση»;), η οικονομική κατάσταση («επιφάνεια»;), το βιοτικό επίπεδο, ο τόπος (καταγωγής ή και διαμονής;), η γλώσσα (εθνικής εμβέλειας ή ιδιωματική), ο πολιτικός ή/και ιδεολογικός προσανατολισμός, η ικανότητα αντίληψης και πρόσληψης (που πάλι εξαρτάται από μια σειρά παραγόντων όπως οι προηγούμενοι), κ.ά. 

Άλλο θέμα είναι η μεταφορά εμπειριών. Πολύ όμορφα το θέτει η Πόλυ Χατζημανωλάκη όταν με αφορμή το βιβλίο “The living mountain” της Σκωτσέζας ποιήτριας Ναν Σέφερντ, γράφει ότι «η εμπειρία του βουνού οδηγεί τη γλώσσα σε άλλα όρια που συνδέονται με αυτά τα ξεχωριστά που νιώθουν οι ορειβάτες, αυτοί που μοχθούν, που τους καίει ο ήλιος το πρόσωπο, που βγάζουν φουσκάλες και αντέχουν τον πόνο, που τους κόβεται η αναπνοή…». Και παραπέμπει στους δικούς μας λογοτέχνες, στο Λιθοξόο του Μιχάλη Πρατικάκη με αναφορά στη Χρυσή ή Γαϊδουρονήσι νότια της Ιεράπετρας ή στην εμπειρία με τον αετό του Λουκά Κούσουλα στον Παρνασσό ή στις μακρές πεζοπορίες του Παπαδιαμάντη για την Πεποικιλμένη.[18] Και θυμάμαι μια προσωπική εμπειρία, το πολύωρο κατέβασμα στη Σκιάθο πριν από χρόνια, για να φτάσουμε, λέει, στο Χριστό στο Κάστρο…

Και βέβαια την ανάλυση αυτή την κάνω ζώντας σε κατάσταση ελευθερίας, ειρήνης και ασφάλειας. Τι γίνεται όμως σ’ ένα καταπιεστικό καθεστώς, τι γίνεται όταν η γλώσσα εμποδίζεται, χρησιμοποιείται, χειραγωγείται; Η Τόνι Μόρισον, στην ομιλία της κατά την απονομή του Νόμπελ το 1993, παρομοίασε τη γλώσσα μ’ ένα πουλί, το οποίο κρατούν στα χέρια τους οι άνθρωποι και το χειρίζονται με καλό ή με κακό τρόπο, θέλοντας έτσι να εκφράσει την έντονη ανησυχία της για τη χρήση και τον χειρισμό της γλώσσας, αυτής στην οποία ονειρεύεται, όπως είπε, και στην οποία γεννήθηκε. Η καταπιεστική γλώσσα, είπε, δεν παριστάνει τη βία, είναι βία, δεν παριστάνει τον περιορισμό της γλώσσας, είναι περιορισμός της γλώσσας. Ποιος δεν γνωρίζει, λέει, την απαγορευμένη λογοτεχνία γιατί βάζει ερωτήματα, τη δυσφημισμένη γιατί έχει κριτική ματιά, τη σβησμένη από τον χάρτη γιατί είναι εναλλακτική; Η εργασία με τις λέξεις, συνεχίζει, είναι μεγαλειώδης γιατί γεννά, παράγει.[19]

Ο ψυχαναλυτής και καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Λυών Κώστας Νασίκας ασχολείται με το θέμα στο βιβλίο του «Εξορίες γλώσσας»[20], αναφερόμενος στη μεταχείριση που γίνεται στη γλώσσα από το ναζιστικό καθεστώς, αλλά και στον τρόπο που αντιμετώπισαν τη γλώσσα οι ίδιοι οι λογοτέχνες στις συνθήκες αυτές. Ο συγγραφέας δίνει συγκλονιστικά στοιχεία τόσο για τη βαθμιαία στρατιωτικοποίηση της γλώσσας (εξελίσσεται, γράφει, σε φορέα τοξικών ουσιών), όσο και για την αντιμετώπιση της γλώσσας από τους λογοτέχνες, όπως οι Πάουλ Τσέλαν, Ίμρε Κέρτες, Πρίμο Λέβι, Νέλυ Ζακς, Χόρχε Σεμπρούν και άλλοι.

Για την εξόριστη γλώσσα είχε κάνει λόγο παλαιότερα η Ρωσίδα ποιήτρια Μαρίνα Τσβετάγεβα, ενώ και μια σύγχρονη ποιήτρια, η Σεσίλια Βικούνια, Χιλιανή με ιθαγενή προέλευση, λέει: «Ζώντας υπό ένα δικτατορικό καθεστώς, το πρώτο πράγμα που βλέπεις να εξαλείφεται είναι ο παιγνιώδης λόγος, η χαρά και η ελευθερία να πεις αυτό που όντως σκέφτεσαι». [21]

Δημοτική ή καθαρεύουσα; Δεν υπάρχει ζήτημα για τα σύγχρονα έργα, τι γίνεται όμως με τα έργα προηγούμενων περιόδων; Η αξία του έργου εξαρτάται από τη γλώσσα; Μπορώ και διαβάζω Ροϊδη και Παπαδιαμάντη, όμως είναι αλήθεια ότι διδάχτηκα τη γλώσσα τους στο σχολείο και έχω τη δυνατότητα κατανόησής τους (εν μέρει, έστω). Τι γίνεται με τους νέους σήμερα; Ως … παλιότερη, νομίζω ότι δεν ενθουσιάζομαι στην ιδέα να διαβάσω Παπαδιαμάντη από μετάφραση, νομίζω ότι θα χαθεί η μαγεία της ιδιαίτερης γλώσσας του, νομίζω ότι η αξία του έργου του οφείλεται και στην πλούσια γλώσσα, την ιδιαίτερη δική του παπαδιαμαντική γλώσσα. Έχουν κατατεθεί διάφορες απόψεις, θετικές ή αρνητικές. Ας αναφέρω μόνο τη συμβιβαστική άποψη του Σταύρου Ζουμπουλάκη που λέει ότι εάν χρησιμοποιείται η μετάφραση ενός έργου σαν του Παπαδιαμάντη, αυτή να συνυπάρχει με το πρωτότυπο κείμενο (σε απέναντι σελίδες), όπως δηλαδή γίνεται συχνά και στη μετάφραση, κυρίως της ποίησης, από γλώσσα σε γλώσσα. Το ίδιο, βέβαια, ισχύει και για άλλα, ακόμη παλαιότερα, έργα, συμπληρώνοντας και εδώ την ανάγκη χρήσης γλωσσαρίων, κάτι που όχι μόνο εξυπηρετεί στην ανάγνωση του συγκεκριμένου κειμένου, αλλά και συντελεί στην αποθησαύριση της γλώσσας μας και στην συγκριτική αποτύπωση/παράθεση των διαφορετικών λεκτικών τύπων.[22]

Όσο για το ίδιο το ερώτημα, δημοτική ή καθαρεύουσα, αν και φανατική της πρώτης, μου άρεσε η ξεκάθαρη τοποθέτηση του Μητσάκη: «Ἀλλ᾿ αἱ γλωσσοπλαστικαί αὗται ἀπόπειραι ἔχουν λόγο τινά ὅταν ἐπιτυγχάνουν τήν ταυτόχρονη δημιουργίαν ἀληθινῶν ποιημάτων. Καί ἐν τοιαύτη περιπτώσει ἔξω τό καπέλλο! Ἀλλ᾿ ἐνόσω μένουν -καί παρακαλῶ νά ἐκληφθῆ τοῦτο ἐν εἰλικρινεία γενικῶς καί ἄνευ τοῦ παραμικροτέρου ὡρισμένου ὑπαινιγμοῦ- μόνον ἁπλαῖ ἀπόπειραι, θά μοῦ ἐπιτρέψετε νά μείνω μέ τό κεφάλι σκεπασμένο» [23]

Ένα τελευταίο θέμα πάνω στο οποίο θα μπορούσαμε να προβληματιστούμε είναι αν η γλώσσα (μπορεί και πρέπει να) διαμορφώνει κοινωνικές και ιδεολογικές καταστάσεις, αν η νοηματοδότηση των πραγμάτων μέσω της γλώσσας (μπορεί και πρέπει να) δημιουργεί και ορίζει/οριοθετεί καταστάσεις εξουσίας, ταυτότητας, διακρίσεων, αποκλεισμών, προσηλυτισμού, φανατισμού, κτλ. Στη βιβλιοθηκονομία, κατά την κατασκευή συστημάτων θεματικής οργάνωσης των πληροφοριών, όπου χρειάζεται να ορίσουμε τους καθιερωμένους/προτιμώμενους και τους μη προτιμώμενους όρους για μια έννοια, όπως και στην Ορολογία εξάλλου, χρησιμοποιούμε το παράδειγμα μαύρος, νέγρος, αφρικανός κτλ. Επίσης, θυμόμαστε τον θόρυβο που προκλήθηκε πριν από χρόνια με το λήμμα Βούλγαρος σε λεξικό της Νεοελληνικής. Στη λογοτεχνία, βέβαια, δεν μπορούν να αποκλειστούν όλοι αυτοί οι τύποι, κάθε άλλο μάλιστα, αφού κατεξοχήν στη λογοτεχνία αναδεικνύεται και ξεδιπλώνεται όλος ο πλούτος μιας γλώσσας. Όμως, θα ήταν ζητούμενο να φτάνει στον αναγνώστη ένα μήνυμα; Και τελικά, το λογοτεχνικό έργο χρειάζεται να δίνει μήνυμα; Ή μήπως, ακόμη και αυτή η αναφορά καταστρέφει το ίδιο το νόημα ύπαρξης της λογοτεχνίας; Μήπως τέτοιοι προβληματισμοί παραπέμπουν σε ανεπιθύμητες καταστάσεις (πολιτικής, πολιτισμικής και άλλη) ορθότητας;

Θα ήθελα να επιστρέψω, τελειώνοντας, στην ομιλία της Μόρισον, όταν τα παιδιά ζητούν από την ηλικιωμένη γυναίκα, που στο αλληγορικό παραμύθι που αφηγείται παριστάνει τη συγγραφέα και που στα παιδιά βλέπω τους αναγνώστες, όλους εμάς, να τους αφηγηθεί μια ιστορία. Φτιάξε μια ιστορία, της λένε, πες μας πώς ήταν για σένα ο κόσμος στα σκοτεινά του σημεία και στο φως, μην μας πεις σε τι να πιστέψουμε και τι να φοβηθούμε, μίλησέ μας στη γλώσσα σου για να μας πεις μόνο αυτό που η γλώσσα μπορεί να πει: πώς να δούμε χωρίς εικόνες· η γλώσσα από μόνη της μας προστατεύει από τον τρόμο των πραγμάτων χωρίς όνομα, η γλώσσα από μόνη της είναι στοχασμός. 

Τα άλλα, λοιπόν, μήπως … κόμποι και λόγων ευμορφία, που θα έκραζε και ο γέρο Κωστής Παλαμάς; 

–––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––––

Σημειώσεις

[1] Στο Διαδίκτυο υπάρχουν τόσο το κείμενο στο πρωτότυπο (Βικιθήκη), καθώς και διάφορες αγγλικές μεταφράσεις, όπου κανείς μπορεί να δει τις διαφοροποιήσεις και τις διαφορετικές ματιές των μεταφραστών. Η λέξη «κόμπος» σημαίνει κομπασμός, αλαζονεία, έπαρση, αλλά και μεγαλαυχία, φλυαρία, έτσι το βρήκα να μεταφράζεται ως prating, boasts ή vaunts ή απλά fat words (παχιά λόγια). Για τη φράση αυτή, βρήκα τις παρακάτω μεταφράσεις στην αγγλική:

· «Little man, the wise regard wealth as the god to worship; all else is just prating and fine-sounding sentiments.» (σε έκδοση του David Kovacs,) http://www.perseus.tufts.edu/hopper/text?doc=Perseus%3Atext%3A1999.01.0094%3Acard%3D316.

· «Wealth, manikin, is the god for the wise; all else is mere vaunting and fine words.» (μετάφραση από E. P. Coleridge). http://classics.mit.edu/Euripides/cyclops.html.

· «Ey, little man! Wise men believe in one god and one god only: Wealth! Everything else is just words; fat words, lovely words but that’s all.» (σε μετάφραση του Γιώργου Θεοδωρίδη, 2008). http://www.poetryintranslation.com/PITBR/Greek/Cyclops.htm.


[2] http://aristologos.net/index.php/2016/07/01/literary-criticism-euripides-cyclops/.

[3] Στην Ορολογία αναφερόμαστε κυρίως στην ειδική γλώσσα (γλώσσα για ειδικούς σκοπούς), η οποία ορίζεται ως «γλώσσα που χρησιμοποιείται σε ένα θεματικό πεδίο και χαρακτηρίζεται από τη χρήση είδιων γλωσσικών μέσων έκφρασης» (ΕΛΟΤ 561.1:2006). Αλλά και στα άλλα επιστημονικά πεδία, η γλώσσα αντιμετωπίζεται ως όργανο (λόγου, ομιλίας), σύστημα (επικοινωνίας), τρόπος (έκφρασης), μέσο (συνεννόησης). Οπωσδήποτε, βέβαια, και με τα παραπάνω χαρακτηριστικά είναι φορέας εννοιών (αξιών κτλ.).

[4] Οδυσσέας Ελύτης, στην ομιλία του κατά την απονομή του Βραβείου Νόμπελ.

[5] Κώστας Πασβάντης, Μελαγχολία του ποιητή
(https://thepoetsiloved.wordpress.com/2017/06/07/kostas-pasvantis-melancholia-tou-poiiti).

[6] Octavio Paz, Ύμνος εν μέσω ερειπίων, μτφρ. Γ. Κεντρωτής (http://www.poiein.gr/archives/16918).

[7] https://katerinatoraki.blogspot.gr/2017/06/blog-post_24.html.

[8] http://www.hitandrun.gr/maro-douka-milai-gia-ela-na-poume-psemata/

[9] Για τη στη γλώσσα και πώς αυτή μεταφέρει, αν μεταφέρει, όχι μόνο το γράμμα αλλά και το πνεύμα της ποίησης όταν μεταφράζεται αναφέρεται ο Λορεντζάτος προλογίζοντας την Ανθολογία του Άγγελου Σικελιανού (Ίκαρος, 1998· είχα γράψει εδώ: https://katerinatoraki.blogspot.gr/2017/06/blog-post_19.html). Για τη μετάφραση της ποίησης υπάρχει μια διαρκής συζήτηση. Πρόσφατα δημοσιεύτηκε συνέντευξη του Ρωσοαμερικανού ποιητή Eugene Ostashevsky, όπου, όντας ο ίδιος δίγλωσσος, σημειώνει ότι διαφορετικές γλώσσες είναι διαφορετικοί κόσμοι και ότι, ακόμη και αν υπάρχουν π.χ. εύκολα λεκτικά ισοδύναμα, μπορεί να περιλαμβάνουν κάτι το πολιτισμικά πολύ ειδικό ώστε να αλλοιώνονται τα μεταφρασμένα στην άλλη γλώσσα μέρη. (Ολόκληρη η συνέντευξη εδώ: https://www.psychologytoday.com/blog/life-bilingual/201710/is-poetry-translatable.)

[10] Μαρκομιχελάκη, Τ. Ο Γιώργης Μανουσάκης μιλά για την ποίηση, τους ποιητές και τη γλώσσα, Παλίμψηστον, φθινόπωρο 2011, τεύχος 27, σελ. 61-77.

[11] Δούκα, Μ. Ένας αντι-σχολικός συγγραφέας. Νέα Εστία, Δεκ. 2000, τόμ. 148, τεύχ. 1729 (αναδημοσίευση στο https://dimartblog.com/2014/06/23/).

[12] Μαθιουδάκης, Ν. Ποιητικοί νεολογισμοί στην ‘Οδύσσεια’ του Νίκου Καζαντζάκη: χιλιάδες αθησαύριστες λέξεις αναζητούν την ταυτότητά τους. Στο: Z. Gavriilidou, A. Efthymiou, E. Thomadaki & P. Kambakis-Vougiouklis (eds), 2012, Selected papers of the 10th ICGL, pp. 905-918. Komotini/Greece: Democritus University of Thrace. http://www.icgl.gr/files/greek/87-mathioudakis-905-918.pdf.

[13] Για το φλογαντηλάρησαν, ο Θεοχάρης Μαρινάκης γράφει: ρήμα σύνθετο, αντανακλώ, αντιφέγγω, χωρίς άλλες πληροφορίες («Με πυξίδα ένα γλωσσάρι: το Γλωσσάριο Παντελή Πρεβελάκη για την Οδύσσεια του Νίκου Καζαντζάκη. Ραψωδίες Α-Κ.», https://elocus.lib.uoc.gr/dlib/e/0/a/attached-metadata-dlib-2004marinaki/2004marinaki.pdf), ενώ στο Γλωσσικό ιδίωμα της Δυτικής Κρήτης του Ξανθινάκη βρίσκω το αντηλιαρίζω: είμαι απέναντι στον ήλιο (όπως αντηλιά).

[14] Θα μπορούσα π.χ. να παραπέμψω στον στίχο του Άγγελου Σικελιανού «Εδώ φωλιάζει δύναμη κρυμμένη, Θεού βλησίδι», όπου η λέξη βλησίδι χρειάζεται ορισμό, όπως και γίνεται (βλ.και σημ.7).

[15] Για παράδειγμα, στο «Θεώρημα του παπαγάλου» του Ντενί Γκέτζ (Πόλις, 1999), ο Μιχαηλίδης παραπέμπει με υποσημείωση στη σημασία του μαθηματικού όρου rectifier στα γαλλικά και στην αντίστοιχη απόδοση στα ελληνικά (σελ. 448).

[16] Οι αναφορές σε έργα και συγγραφείς είναι ενδεικτικές. Θα είχε ενδιαφέρον η πληροφόρηση αν υπάρχει σχετική μελέτη για τη χρήση γλωσσαρίων στα λογοτεχνικά έργα. Στο 8ο Συνέδριο της ΕΛΕΤΟ ανακοινώθηκε εργασία με θέμα «Τα κρυμμένα γλωσσάρια» καλύπτοντας συνολικά το θέμα (Γιαννίμπας, Πούγγουρας, Καραγκούνη, http://www.eleto.gr/gr/papers.htm#8thPapers.)

[17] Δημητρούλια Τ. Για το ύφος. Στο: Βασιλειάδης, Β. & Δημοπούλου Κ. (επιμ.). Σελιδοδείκτες Για την ανάγνωση της λογοτεχνίας, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, Θεσσαλονίκη, 2015.

[18] Χατζημανωλάκη, Π. Ἡ καρδιά μου εἶναι στὰ Ψηλώματα, ἡ καρδιά μου δὲν εἶν᾽ ἐδῶ. Στο: ιστολόγιο «Πινακίδες από κερί», 4 Ιουλ. 2017. http://waxtablets.blogspot.gr/2017/07/blog-post.html.

[19] https://www.nobelprize.org/nobel_prizes/literature/laureates/1993/morrison-lecture.html.

[20] Νασίκας, Κ. Εξορίες γλώσσας. Γαβριηλίδης, 2016. (μτφρ. από τα γαλλικά: Τ. Βεκιαρέλλη).

[21] Cecilia Vicuña, Language Is Migrant, Documenta 14, 2017.
http://www.documenta14.de/en/south/904_language_is_migrant (ελληνική μετάφραση από την Έλενα Σταγκουράκη στο Νέο Πλανόδιον, 12/6/2017. https://neoplanodion.gr/2017/06/12/).

[22] Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η κρητική λογοτεχνία της Αναγέννησης· εξαιρετικά χρήσιμο το γλωσσάριο στα σατυρικά «Ποιήματα» του Στέφανου Σαχλίκη (ΜΙΕΤ, 2015).

[23] Ο Μητσάκης το έγραψε στην Εισαγωγή έργου του Κρυστάλλη, το αντέγραψα από σχετική ανάρτηση του Γιώργη Αράγη με τίτλο «Ο Καρυωτάκης και η γλώσσα του» στο ιστολόγιό του, 1 Νοεμβρίου 2015. (https://giorgosaragis.wordpress.com/2015/11/).


...........................................................................................................................................................

Το παραπάνω κείμενο αποτελεί τη δική μου παρέμβαση στην ανοικτή συζήτηση με θέμα "Γλώσσα και ορολογία στη λογοτεχνία" που διοργανώθηκε στις 11 Νοεμβρίου 2017 στο πλαίσιο του 11ου Συνεδρίου της ΕΛΕΤΟ «Ελληνική Γλώσσα και Ορολογία» (η παρουσίαση βρίσκεται εδώ). Στόχος της εκδήλωσης ήταν η συζήτηση πάνω στα γλωσσικά και ορολογικά ζητήματα που αντιμετωπίζουν οι συγγραφείς και οι μεταφραστές όταν καταπιάνονται με αντικείμενα ειδικών θεματικών πεδίων. Σε προηγούμενη ανάρτηση είχα παρουσιάσει επιγραμματικά τις παρεμβάσεις των συνομιλητών φιλολόγων, συγγραφέων, μεταφραστών, ενώ τα πλήρη κείμενα έχουν αναρτηθεί στον ιστότοπο της ΕΛΕΤΟ.

Τετάρτη 22 Νοεμβρίου 2017

Γλώσσα και ορολογία στη λογοτεχνία




Από τα μυριάδες μυστικά σήματα, που μ' αυτά είναι διάσπαρτος ο κόσμος και που αποτελούν άλλες τόσες συλλαβές μιας άγνωστης γλώσσας, να συνθέσεις λέξεις και από τις λέξεις φράσεις που η αποκρυπτογράφησή τους να σε φέρνει πιο κοντά στην βαθύτερη αλήθεια...                                              

                                                                      Οδυσσέας Ελύτης, απονομή βραβείου Νόμπελ 8 Δεκεμβρίου 1979

Αυτή την αλήθεια θέλησαν να μας μεταφέρουν έξι άνθρωποι από το χώρο των γραμμάτων στην ανοικτή συζήτηση που έγινε το Σάββατο 11 Νοεμβρίου στο κλείσιμο του 11ου Συνεδρίου της Ελληνικής Εταιρείας Ορολογίας και είχε ως θέμα "Γλώσσα και ορολογία στη λογοτεχνία". Συμμετείχαν κατά σειρά οι Τιτίκα Δημητρούλια, Κώστας Κουτσουρέλης, Τεύκρος Μιχαηλίδης, Μαρία Παπαδήμα, Νίκος Σαραντάκος και Γιώργος Τράπαλης, ενώ στο τέλος παρουσίασα μερικές δικές μου σκέψεις "από την πλευρά μιας αναγνώστριας". Ο καθηγητής Θεοδόσης Τάσιος συντόνιζε την εκδήλωση, προσπαθώντας και καταφέρνοντας να την οριοθετήσει στο πλαίσιο του δίωρου, το οποίο, βέβαια, αποδείχτηκε πολύ λίγο για να δοθεί ευκαιρία ευρύτερης συζήτησης και ανταλλαγής σκέψεων και απόψεων.

Οι παρεμβάσεις των συνομιλητών, όλες πολύ ενδιαφέρουσες και πρωτότυπες, ανέδειξαν, με περισσή ευγλωττία, τις διεργασίες με τις οποίες λειτουργούν οι συγγραφείς γράφοντας ή μεταφράζοντας ένα (ή για ένα) λογοτεχνικό έργο, τις δυσκολίες που αντιμετωπίζουν, αγγίζοντας με σεβασμό τις λέξεις και τα νοήματα, ώστε να φτάσει σ' εμάς όλους ως "εργαλείο μαγείας και φορέας ηθικών αξιών" (όπως είπε ο Οδυσσέας Ελύτης).

Παρακάτω θα δώσω επιγραμματικά λίγα στοιχεία από τις ομιλίες, ενώ ολόκληρα τα κείμενα έχουν αναρτηθεί στον ιστότοπο της ΕΛΕΤΟ.

Η Τιτίκα Δημητρούλια, αν. Καθηγήτρια ΑΠΘ, μεταφράστρια και Διευθύντρια της Εθνικής Σχολής Δημόσιας Διοίκησης και Αυτοδιοίκησης, μίλησε με θέμα "Λογοτεχνία, ειδικές γλώσσες και τα πάθη του μεταφραστή" και αναφέρθηκε στις περιπτώσεις "που ένας συγγραφέας επιλέγει να χρησιμοποιήσει στο έργο του ειδική ορολογία, επιστημονική ή τεχνόλεκτα, είτε απλώς επειδή το θέμα του το απαιτεί είτε για να υπηρετήσει συγκεκριμένες ειδολογικές, θεματικές και δομικές σκοπιμότητες". Στην πρώτη περίπτωση, είπε, "έχουμε να κάνουμε με την απόδοση μεμονωμένων όρων, που ενδέχεται να παρουσιάζει μεγάλες δυσκολίες, αλλά είναι τουλάχιστον εντοπισμένη", ενώ στη δεύτερη, "η δεδομένη δυσκολία της μετάφρασης πολλαπλασιάζεται εις την ν, καθώς στην έγνοια για την απόδοση του ύφους, του επιπέδου λόγου, των πολιτισμικών στοιχείων προστίθεται η ανάγκη όχι απλώς απόδοσης συγκεκριμένων όρων, αλλά κατανόησης και ανασύστασης ολόκληρου του πεδίου αναφοράς".

Με αφορμή μια σύγχρονη μεταφραστική της εμπειρία, μας μετέφερε με χαρακτηριστικό τρόπο τις διεργασίες που συντελούνται όταν καλείται να μεταφράσει το ποίημα «Άλογα της φωτιάς» («Chevaux de feu») του Jean-Baptiste Para. Οι προβληματισμοί της αφορούν την ιππική ορολογία και τις αποδόσεις στα ελληνικά ονομάτων αλόγων ανάλογα με το χρώμα τους, αλλά και σε συνδυασμό με την παράμετρο της χρονικής περιόδου στην οποία αναφέρεται το πρωτότυπο έργο. Μας ταξιδεύει από τον Ζαχαρία της Παλαιάς Διαθήκης στις Νεφέλες του Αριστοφάνη και από την Άννα Καρένινα σε μετάφραση του Άρη Αλεξάνδρου στην Πριγκηπέσσα Ιζαμπώ του Τερζάκη και σε άλλα έργα, και ακόμη στον αλιτζέ, το ξανθότριχο ή πυρρόξανθο άλογο και στον ψαρή, για να μας περιγράψει τη βάσανο μέχρι να καταλήξει στη μετάφραση του τμήματος ενός στίχου που έλεγε "Alezans, rouans" και αναφέρεται σε δύο τύπους αλόγων, ως "Αλιτζέδες και ψαρήδες".

Αντίστοιχους προβληματισμούς έχει όταν χρειάζεται να μεταφράσει αστυνομικό μυθιστόρημα ("Έρευνα για την εξαφάνιση της Εμιλί Μπρυνέ") με ορολογία κυνηγιού και μάλιστα με αντικείμενο το έφιππο αγγλικό κυνήγι! Για όλες τις περιπτώσεις, επισημαίνεται η απαίτηση μεγάλης έρευνας, η ανάγκη συνολικής κατανόησης του πεδίου, αλλά και η έλλειψη δίγλωσσων κειμένων και ειδικών λεξικών. Η ομιλήτρια έθεσε επίσης το ζήτημα των σημειώσεων στα ποιητικά και στα θεατρικά κείμενα, τα οποία έχουν, όπως είπε, πολλά κοινά, σημειώνοντας, πάντως, ότι η ίδια δεν συμφωνεί, εκτός αν πρόκειται για υπομνηματισμένη έκδοση.

Ο Κώστας Κουτσουρέλης, συγγραφέας, ποιητής, μίλησε για το θέμα "Η σαφήνεια και η ασάφεια: Σκέψεις για την λογοτεχνική και την επιστημονική γλώσσα με αφετηρία ένα πρώιμο δοκίμιο του Κωστή Παλαμά". Αναφέρθηκε αρχικά στα "παιδαρέλια", όπως αποκάλεσε ο Αχιλλέας Παράσχος εκπροσωπώντας τους ρομαντικούς του 19ου αιώνα, όσους ακολουθούν "τις νέες ποιητικές τάσεις που φτάνουν στο Άστυ από τις όχθες του Σικουάνα" και που αργότερα θα ονομαστούν Γενιά του 1880. Ηγέτης και υπερασπιστής της γενιάς ο Κωστής Παλαμάς, θα απαντήσει σε επίθεση που γίνεται σε σονέτα του Ιωάννη Γρυπάρη, για τα οποία γράφει ο Κουτσουρέλης:

Γραμμένα στη δημοτική και όχι στην καθαρεύουσα, έχουν λεκτικό και μορφή άκρως εκλεπτισμένα. Το κύριο χαρακτηριστικό τους όμως είναι ότι αποτελούν αναγνώσματα δύσκολα, θέλουν μελέτη επισταμένη και επίμονη, θέλουν το κλειδί τους το ερμηνευτικό, δεν παραδίδονται ευθύς στον αναγνώστη. Επόμενο είναι λοιπόν ότι το κοινό της εποχής, το εθισμένο στην συχνά δημοσιογραφικού τύπου "διαύγεια" των ρομαντικών, να αμηχανεί και να αντιδρά σφόδρα. Έτσι γίνεται λόγος περί θολότητος και ασαφείας αντιποιητικής, όπως περίπου και ο Ζαμπέλιος στην εποχή του μεμφόταν τον Διονύσιο Σολωμό για τον σκοτεινό και αλλοτύπωτο γερμανισμόν του. Και ο Παλαμάς παίρνει τον λόγο για να βάλει τα πράγματα στη θέση τους και τιτλοφορεί το κείμενό του ακριβώς, ένα από τα δυνατότερα και ωραιότερα κριτικά δοκίμια της γλώσσας μας, και θεωρητικά αξεπέραστο έκτοτε, "Η σαφήνεια και η ασάφεια".

Και παραθέτει αποσπάσματα από το δοκίμιο του Παλαμά, όπου γράφει ανάμεσα στα άλλα: "Το κάλλος ποιητικών τινών αριστουργημάτων εκλάμπει διά της σαφηνείας. Αντιθέτως δε, το χαρακτηριστικόν στοιχείον του ύψους εξ ίσου ποιητικών αριστουργημάτων είναι η ασάφεια".

Αυτή η λογοτεχνική ασάφεια, ή λογοτεχνική πολυσημία όπως ονομάζεται στις μέρες μας, συνεχίζει ο ομιλητής, βρίσκεται στον αντίποδα της ορολογικής μονοσημίας που (πρέπει να) χαρακτηρίζει τις θετικές επιστήμες. Κι ενώ, είπε, αυτό το τελευταίο επιβάλλεται όταν πρόκειται να μιλήσουμε για τον περιοδικό πίνακα των χημικών στοιχείων, το διωνυμικό σύστημα του Λινναίου για τα έμβια είδη ή για την ονοματολογία των ουράνιων σωμάτων, ο ποιητής, στη διηνεκή προσπάθειά του να δώσει μορφή στο ατομικό του όραμα, "και την λέξη την μονόσημη ακόμη την απαλλοτριώνει, την ανανοηματοδοτεί και τη δημεύει, αναδιανέμοντάς την πλέον στους πολλούς ως λέξη διαφορετική, της δίνει άρωμα και γεύση και θερμοκρασία διαφορετική".

Ακολούθησε ο Τεύκρος Μιχαηλίδης, μαθηματικός - συγγραφέας - μεταφραστής, με την ομιλία "Φαντάσματα νεκρών όρων: ο εφιάλτης του μεταφραστή", τίτλο δανεισμένο από ένα κείμενο που δημοσίευσε το 1734 ο George Berkeley, ασκώντας κριτική στο νέο εργαλείο που είχε εισαγάγει ο Νεύτων με το όνομα fluxion. "Και τι είναι αυτές οι fluxions», αναρωτιέται ο Berkeley. «Μήπως πρέπει να τις ονομάσουμε φαντάσματα νεκρών ποσοτήτων;" Η συζήτηση πάντως για την έννοια που απέδωσε ως fluxions ο Νεύτων (που αρχικά προέρχεται από τη φυσική και σημαίνει ροές, αλλά εδώ αφορούσε την έννοια της παραγώγου στο πεδίο του απειροστικού λογισμού), διήρκεσε  πολύ. Για την ίδια έννοια, ο Leibniz είχε χρησιμοποιήσει την απόδοση calculus differentialis (differential calculus στα αγγλικά), ενώ τότε στις αγγλικές εκδόσεις είχε χρησιμοποιηθεί και ο όρος calculus of differences. Αυτά συνέβαιναν τον 18ο αιώνα, ο σημερινός μεταφραστής όμως εκείνων των έργων θα πρέπει να είναι προσεκτικός γιατί σήμερα διαφορικός λογισμός (differential calculus) και λογισμός των διαφορών (calculus of differences) σημαίνουν διαφορετικά πράγματα.

Ο ομιλητής έδωσε και άλλα χαρακτηριστικά παραδείγματα νέων εννοιών και όρων που προέκυψαν από τις νέες επιστημονικές έρευνες, καταδεικνύοντας τη σχέση και την εξέλιξη της επιστημονικής οροδοσίας με την ιστορία των επιστημών. Αναφέρθηκε π.χ. στις περιπέτειες που "βίωσαν" οι αρνητικοί αριθμοί κατά τον 16ο και 17ο αιώνα διαδοχικά από τους "αναδόχους" Cardano, Stifel και Napier of Merchiston, οι οποίοι τους απέδωσαν ως numeri ficti, numeri absurdi και numeri defectivi, αντίστοιχα, εκφράζοντας ο καθένας την άποψή του "για αυτό το νέο αντικείμενο που η μαθηματική αναγκαιότητα του επιβάλλει να αποδεχθεί".

Τα παραδείγματα καταδεικνύουν ότι "ο Έλληνας μεταφραστής της επιστημονικής εκλαΐκευσης και της ιστορίας των επιστημών φέρει σήμερα ένα βάρος πολύ μεγαλύτερο από αυτό που αφήνει να εννοηθεί η λέξη που περιγράφει την ιδιότητά του". Και αναρωτιέται, καταλήγοντας:

"Έχει ο μεταφραστής το δικαίωμα (ή μήπως έχει την υποχρέωση) να επινοεί και να θεσμοθετεί όρους – ιδίως όταν οι όροι αυτοί στην πρωτότυπη γλώσσα τους είναι φορείς πολύ περισσότερης πληροφορίας από όση φέρει το εννοιολογικό της περιεχόμενο;"

Η Μαρία Παπαδήμα, Καθηγήτρια ΕΚΠΑ και μεταφράστρια, στην παρέμβασή της με θέμα "Ορολογία με άρωμα λογοτεχνίας", μετέφερε τη δική της μεταφραστική εμπειρία, κυρίως στην αρχή της καριέρας της, από τους χώρους των ειδικών τεχνικών κειμένων πέραν της λογοτεχνίας, σημειώνοντας ότι "υπάρχει ένα σαφές διαχωριστικό μεταξύ των δυο ειδών μετάφρασης, το οποίο θέτει τον μεταφραστή λογοτεχνίας εκτός της επικίνδυνης ζώνης της ορολογίας και τον μεταφραστή τεχνικών κειμένων εκτός λογοτεχνικών αναταράξεων". Και συνεχίζει: "Κι αν ο μεταφραστής τεχνικών κειμένων δεν θα κληθεί μάλλον να επιστρατεύσει λογοτεχνικές γνώσεις ή δεξιότητες, γιατί τα τεχνικά κείμενα δεν φημίζονται για τη λογοτεχνικότητά τους, πολύ εύκολα αποδεικνύεται ότι το αντίθετο, δηλαδή η απουσία της κάθε είδους ορολογίας από τη λογοτεχνία, δεν ισχύει".

Με χαρακτηριστικά παραδείγματα αναφέρθηκε στα ζητήματα και τις δυσκολίες που αντιμετώπισε κατά τη μετάφραση συγκεκριμένων έργων. Αναφέρω εδώ δύο από αυτά. Το ένα είναι το μυθιστόρημα Les Eblouissements του Βέλγου Pierre Mertens, που αναφέρεται στη ζωή του Γερμανού ποιητή Γκόντφριντ Μπεν και το οποίο έβριθε από όρους δερματολογίας καθώς και όρους και εργαλεία ανατομίας των αρχών του 20ου αιώνα, δεδομένου ότι ο εν λόγω ποιητής ήταν και γιατρός. Το άλλο είναι τα διηγήματα με τίτλο Histoires Napolitaines του Γάλλου ιταλικής καταγωγής Jean Noel Schifano, που ήταν βασισμένα σε πραγματικές ιστορίες από τα αρχεία της Νάπολης του 14ου-16ου αιώνα, με ορολογία σε μεγάλο μέρος ενδυματολογική και σε θέματα που αφορούσαν ήθη και έθιμα εποχής, κυνήγι, όπλα, κτίρια, κτλ., για τα οποία μάλιστα δεν βρισκόταν εύκολα η αντιστοίχιση στην ελληνική πραγματικότητα της ίδιας εποχής. Οι ιδιαιτερότητες, μάλιστα, και οι δυσκολίες φαίνονται από τα αποσπάσματα που παραθέτει, όπως π.χ.:


Sur le même lit, il s’est trouvé une chemise d’homme, une fraise empesée, un panseron fuchsia tout balafré de crevés verts...

Πάνω στο ίδιο κρεβάτι ευρέθησαν ένα ανδρικό υποκάμισο, μια κολλαρισμένη τραχηλιά, ένα προγαστρίδιο χρώματος φούξια με πράσινες φάσες...

Τελειώνοντας, διατύπωσε προτάσεις για την ανάγκη σύνδεση των πεδίων της Ορολογίας και της Λογοτεχνίας σε επίπεδο σπουδών και επαγγελματικής πρακτικής.

Ο Νίκος Σαραντάκος, συγγραφέας, μεταφραστής στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, μίλησε με θέμα "Παροιμίες, παροιμιακές εκφράσεις και μετάφραση".  Η κλιτότητα είναι ένα γνώρισμα που ξεχωρίζει την παροιμία από την παροιμιακή έκφραση. Έτσι, η αυτοτελής φράση "Κάνε το καλό και ρίξτο στο γιαλό" είναι παροιμία, ενώ η φράση "τα δυο πόδια σ' ένα παπούτσι" μπορεί να χρησιμοποιηθεί μέσα σε ευρύτερες φράσεις. Άλλο γνώρισμα είναι η μεταφρασιμότητα. "Οι παροιμίες επιδέχονται μετάφραση κατά λέξη", λέει ο Σαραντάκος (π.χ. time is money, ο χρόνος είναι χρήμα), ενώ στις παροιμιακές εκφράσεις, ο μεταφραστής έχει δύο λύσεις: "αντίστοιχη παροιμιακή έκφραση ή κυριολεκτική μετάφραση".

Δίνει χαρακτηριστικά παραδείγματα από το Τρίτο στεφάνι του Ταχτσή και από τους Αθλίους του Ουγκό. Για το πρώτο, παραπέμπει στην αγγλική μετάφραση από τον Leslie Finer, ο οποίος αποδίδει π.χ. τη φράση "Στην ηλικία της έπιανα πουλιά στον αέρα" ως "At her age I was as bright as a button" και τη φράση "Έγινα μπαρούτι" ως "I was furious".

Εντυπωσιακές ήταν οι περιπέτειες που γνώρισε μια φράση από τους Αθλίους μέχρι να βρεθεί το πραγματικό της νόημα. Στο δεύτερο κεφάλαιο του τρίτου βιβλίου, εκεί που μιλάει για τη Φαβουρίτα και τον πατέρα της, γράφει ο Ουγκό:

Son père était un vieux professeur de mathématiques brutal et qui gasconnait ; point marié, courant le cachet malgré l’âge. Ce professeur, étant jeune, avait vu un jour la robe d’une femme de chambre s’accrocher à un garde-cendre ; il était tombé amoureux de cet accident. Il en était résulté Favourite.

Ο πρώτος μεταφραστής των Αθλίων στα ελληνικά (το 1862) ήταν ο Ιωάννης Ισιδωρίδης Σκυλίσσης ή Σκυλίτσης, ο οποίος απέδωσε την επίμαχη φράση "courant le cachet" ως "έτρεχεν εις τας παραλυσίας". Έκτοτε, πολλοί μεταφραστές (Αυγέρης, Κοτζιούλας, Αργυροπούλου, Λυκούδης κ.ά.) χρησιμοποίησαν αυτή τη σημασία έστω και με διαφορετική διατύπωση, μέχρι τη μετάφραση από τον Κώστα Κριτσίνη (εκδόσεις Ζαχαρόπουλου), ο οποίος το είπε "παρέδιδε μαθήματα" που τελικά είναι και το σωστό. Και .. έτσι ο γέρο καθηγητής αποκαταστάθηκε έστω και μετά από 150 χρόνια! (Σημειώνεται ότι για αυτά έχει γράψει ο Σαραντάκος στο ιστολόγιό του εδώ και εδώ).

Τέλος, ο Γιώργος Τράπαλης, φιλόλογος, ο οποίος έχει ασχοληθεί ιδιαίτερα με τη γλώσσα του Νίκου Καββαδία και έχει συντάξει και εκδόσει σχετικό γλωσσάριο, μίλησε για τις "Γλωσσικές ιδιαιτερότητες και δυσκολίες στο έργο του Νίκου Καββαδία". Η ιδιαιτερότητα της γλώσσας του Καββαδία, είπε, έγκειται στο ότι "αποτελεί ένα μείγμα ετερόκλητων γλωσσικών στοιχείων που δημιουργούν μια πραγματική Βαβέλ", ενώ επίσης την χαρακτηρίζει "ο ελλειπτικός λόγος, οι ασυνέχειες, η έντονη προφορικότητα και η ιδιαίτερη χρήση γνωστών λέξεων". Περιέγραψε τα παρακάτω χαρακτηριστικά στοιχεία της γλώσσας του, δίνοντας και αντιπροσωπευτικά παραδείγματα σε κάθε περίπτωση: 
  • η γλώσσα των ναυτικών - η ναυτική αργκό με ιταλικά, ισπανικά, αραβικά, τουρκικά, ελληνικά, αγγλικά και γαλλικά στοιχεία, π.χ. μπουλμές (εσωτερικό χώρισμα πλοίου), βατσιμάνης (ναύτης που κάνει βάρδια φύλαξης), φριγκορίφικο (πλοίο-ψυγείο), ιβιλάι (είδος σκοινιού), παταράτσο (είδος σκοινιού), σκανταγιάρω (βυθομετρώ).
  • ιδιωματικά στοιχεία - βρίσκονται περισσότερο στα πεζά, όπως στη Βάρδια, π.χ. με κεφαλλονίτικες βρισιές, όπως "Ρουφόλυμπες! Ούλες τση φωτιές τ’ άι-Γιάννη να πηδήξετε δε στεγνώνετε, ανασμίδες!"
  • ξένα γλωσσικά στοιχεία - διάσπαρτες ξένες λέξεις και φράσεις γραμμένες με λατινικούς ή με ελληνικούς χαρακτήρες, π.χ. 
Φώτα του Melbourne. Βαρετά κυλάει ο Yara Yara
ανάμεσα σε φορτηγά πελώρια και βουβά,
φέρνοντας προς το πέλαγος, χωρίς να δίνει δυάρα,
του κοριτσιού το φίλημα, που κόστισε ακριβά.
  • ονοματολογικά - πολλά τοπωνύμια και ανθρωπωνύμια, τα οποία δημιουργούν ερευνητικό ενδιαφέρον για την ταυτοποίηση ορισμένων εξ αυτών (μας έδωσε ο ομιλητής παραδείγματα από δικές του έρευνες που επιβεβαίωσαν την ύπαρξή τους), αλλά επίσης ονόματα φαρμάκων και ασθενειών τα οποία δίνουν και πληροφορίες για γενικότερα, κοινωνικά και άλλα θέματα (π.χ. αναφορές στη σύφιλη, αλλά και στο υπερμαγγανικό κάλλιο - περμαγκανάτο - που χρησιμοποιούσαν οι πόρνες για τοπική αντισηψία).
  • αναφορές στη ζωγραφική και τη λογοτεχνία - επισημαίνεται η διακειμενικότητα με τις συχνές άμεσες και έμμεσες αναφορές σε εικαστικά και λογοτεχνικά έργα, π.χ. "Από τον Giotto ίσαμε τον Dali, όλοι οι μεγάλοι ζωγράφοι ήταν οι χειρότεροι δάσκαλοι. Την αλήθεια την είπαν κάτι έμποροι που τους τριγύριζαν."

Αναμφίβολα, όλες οι εισηγήσεις ήταν ξεχωριστές· δεν είναι μόνο γιατί οι ομιλητές και οι ομιλήτριες μας μετέφεραν τα προβλήματα και τις μεταφραστικές και άλλες γλωσσικές δυσκολίες που αντιμετωπίζουν στη δουλειά τους, αλλά, και ακόμη περισσότερο θα έλεγα,  γιατί μας μετέφεραν αυτή την ομορφιά αναζήτησης της αλήθειας μέσα από τη γλώσσα. 

(Ακολούθησε μια δική μου παρέμβαση "από την πλευρά μιας αναγνώστριας", που το κείμενό της θα μεταφέρω σε επόμενη ανάρτηση).

Σημείωση: Η Ανοικτή συζήτηση έχει βιντεοσκοπηθεί και μπορεί να την παρακολουθήσει όποιος θέλει από τον ιστότοπο blod του Ιδρύματος Μποδοσάκη (http://www.blod.gr/lectures/Pages/viewlecture.aspx?LectureID=3811).

Δευτέρα 19 Ιουνίου 2017

Ο Άγγελος Σικελιανός και τα παιχνίδια με τις λέξεις στην ποίησή του



Χνούδια και πούπουλα, μικρά φτερά, ξυλάκια, φύλλα,
όσα σωρεύει το πουλί στου δάσου τη μαυρίλα

και πηγαινόρχεται αστραπή, στη γη ν' αδράξει κάτου
μια λαμπερή αλογότριχα, λίγο μαλλί προβάτου!

Έτσι αρχίζει το "Μήτηρ Θεού" του Άγγελου Σικελιανού, το "δυσκολότερο ποίημα στην ελληνική γλώσσα", όπως είχε πει ο Γιώργος Σεφέρης, το "μεγαλύτερο (με τις δυο σημασίες) ή ωραιότερο ποίημα", όπως έγραφε ο Ζήσιμος Λορεντζάτος στον Πρόλογο της Ανθολογίας που επιμελήθηκε και κυκλοφόρησε ο Ίκαρος το 1998. Αναλύοντας την άποψή του για το ποίημα και τις δυσκολίες του, ο Λορεντζάτος αναφέρεται στη γλώσσα και πώς αυτή μεταφέρει, αν μεταφέρει, όχι μόνο το γράμμα αλλά και το πνεύμα της ποίησης όταν μεταφράζεται, δίνοντας μάλιστα και ως χαρακτηριστικό παράδειγμα τη μετάφραση των παραπάνω στίχων στα γαλλικά από έκδοση του 1944 (που είχε γίνει με τη βοήθεια του Τάκη Παπατσώνη). 

Flocons, duvets, graines ailées, brindilles, petites feuilles,
tout le butin de l' oiseau sillonant comme l
' éclair

l' obscurité de la forêt pour dérober, rasant le sol,
un brin brillant de cheval, un brin, de laine de brebis.

Γράφει:

Η μετάφραση αυτή αποτελεί μια απόδειξη πως ο Σικελιανός, όπως και ο Σολωμός, δε μεταφράζονται. Μπορείς να μεταφράσεις το γράμμα, αλλά όχι το πνεύμα της γλώσσας τους. Τόσο ταυτισμένοι βρίσκονται με το πνεύμα της γλώσσας της ελληνικής. Κάθε γλώσσα, σε ορισμένες κορυφαίες στιγμές της, εκφράζει ένα πνεύμα αποκλειστικά δικό της, που καμιά άλλη γλώσσα δεν μπορεί να το αντικαταστήσει. Καμιά μεταφραστική δεινότητα δεν μπορεί να μεταφέρει τότε, μαζί με το γράμμα ή τις λέξεις, και το πνεύμα της γλώσσας αυτής σε άλλη γλώσσα. Κάθε γλώσσα είναι, από την άποψη αυτή, ένας κόσμος χωριστός...

Δυο κόσμοι χωριστοί για τον Λορεντζάτο οι στίχοι του Σικελιανού και οι μεταφρασμένοι στην άλλη γλώσσα, τόσο μάλιστα που "όσο κοντύτερα πηγαίνομε στο γράμμα, τόσο χάνομε το πνεύμα". Παιχνίδια παράξενα μας παίζουν οι λέξεις, λέει. 

Αλλά, ας αφήσουμε την ανάλυση αυτή κι ας χαρούμε το ίδιο το ποίημα, που το νόημα του "δε μαθαίνεται με νήμα λογικό, μαθαίνεται με την αγάπη και το δόσιμο, σιγά σιγά, με τα χρόνια, ωσότου η αρχή του, το Χνούδια και πούπουλα, αφομοιωθεί, μια μέρα, και γίνει αυτοματισμός..."

...................
Και ιδές... Ανθοί αναπάντεχοι, δαφνόδεντρα και βάγια
στης γης αν ευωδάγανε τα ευλογημένα πλάγια·

στα χρυσοπράσινα έλατα αν ο ήλιος, σε μια στάλα,
φλόγα γαλάζια ανάβρυζε, πήδαε πυρρή διχάλα,

και μια ακοίμητη δροσιά κινούσαν, να με ζώνει,
τ' άγια φαράγγια που κρατούν ολοχρονίς το χιόνι·
..........................
Τ' άσωτου γύρα μου καημού κι αν αργοσβηέται η μνήμη,
σαν η σελήνη που απ' αυγής, αχνόθωρον ασήμι,

μες στη γαλάζιαν άβυσσο της μέρας απομένει
από τον κόσμο ακοίταχτη κι απολησμονημένη,

μικρούλα πνοή, τον πρώτο αφρό στα πέλαα που σηκώενι,
πλατιά ανοιγμένα τα φτερά μεσούρανα μου ορθώνει!
..........................

Παιχνίδια με τις λέξεις. Με τα γράμματα και με τα νοήματα. Πλούτος και αφθονία λέξεων. Όπως το βλησίδι, ακριβώς έτσι το ορίζει ο Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλος στο γλωσσάρι που παραθέτει στο τέλος του βιβλίου. Λέει ο ποιητής:

Εδώ φωλιάζει δύναμη κρυμμένη, Θεού βλησίδι·
εδώ, όρθιος ύμνος, ο άνθρωπος βιγλίζει στο στασίδι!

Ο Σαραντάκος περιλαμβάνει το βλησίδι στις "Λέξεις που χάνονται", ενώ παραπέμπει σε αποσπάσματα που το έχει συναντήσει από κείμενα των Μακρυγιάννη, Καρκαβίτσα και Βλαχογιάννη. Η αλήθεια είναι ότι δεν το βρήκα στα λεξικά Μπαμπινιώτη και Κοινής Νεοελληνικής (Τριανταφυλλίδη), ενώ περιέχεται στα λεξικά Δημητράκου και Πάπυρου και ορίζεται ως θησαυρός, πλούτος, κόσμημα, αφιέρωμα. Η γραφή του είναι με ήτα, βλησίδι, προερχόμενο από το βάλλω, στον Πάπυρο αναφέρεται και ο τύπος με ύψιλον, βλυσίδι, ως υποκοριστικό του αρχαίου βλύσις (ανάβλυση), χωρίς όμως να επικρατεί.

Το λήμμα για το βλησίδι στο Λεξικό Δημητράκου

Παιχνίδια με τις λέξεις στην ποίηση του μεγάλου Άγγελου Σικελιανού. Εκείνου, που στις 28 Φλεβάρη του 43 αναφώνησε πάνω από το φέρετρο του άλλου μεγάλου Κωστή Παλαμά "Σ' αυτό το φέρετρο ακουμπά η Ελλάδα!"

Ο Άγγελος Σικελιανός πέθανε στις 19 Ιουνίου 1951. 

Γλυκό μου εσύ μνημόσυνο, πένθος χαρμόσυνό μου,
την ώρα τούτη, ά, πώς κρατώ σφιχτά τον ουρανό μου!